Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Αντίο πεδιλάκια μου

Σαν πολύ μαλακά είναι αυτά σήμερα, σκέφτηκα καθώς περπατούσα στο δεξί πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, κι ένιωθα τις  πατούσες μου να βουλιάζουν τόπους –τόπους μέσα στο πέδιλο.  Περνώντας ακριβώς μπροστά από την πύλη της Τράπεζας της Ελλάδος έσκυψα να δω τι γίνεται. Ωχ, η καουτσουκένια σόλα είχε ανοίξει κατά πλάτος σε κάμποσα σημεία. Βαθιές γραμμές τη χάραζαν, είχε γίνει σαν έδαφος που σκάει από σεισμό. Καθώς το τακούνι και η σόλα ήταν συμπαγείς, το ρήγμα σήμαινε οριστική καταστροφή. Περιέργως, το είχαν πάθει και οι δυο σόλες ταυτόχρονα.
Καημένα μου πεδιλάκια, έχετε γεια, θα πρέπει να τα πετάξω. Δεν φτιάχνονται με τίποτε έτσι όπως είναι. Θα πρέπει να γυρίσω σπίτι και να αλλάξω, δεν τη βγάζουν τη μέρα. Κρίμα, καινούργια παπούτσια…
Καινούργια, στάσου, δεν είναι ακριβώς. Πόσα χρόνια τα έχω; Πάνω απο εφτά σίγουρα. Είναι από τα πρώτα μοντέλα που είχαν βγει με διαφορετικό σχέδιο στο δεξί και το αριστερό. Πρώτη φορά τα είχα δει στην Άρτεμη αυτά τα παπούτσια. Για την ακρίβεια εκείνη εμφανίστηκε με κάτι μπότες, κάτι μαύρα χαμηλά μποτάκια με ένα κόκκινο σχέδιο δέντρου, το οποίο ξεκινούσε από το ένα μποτάκι και διακλαδιζόταν στο άλλο.
Τις έβλεπα καιρό εκείνες τις μπότες στα πόδια της Άρτεμης, τόσο χαρούμενες και παιδικές. Ταίριαζαν με τις στιγμές του ενθουσιασμού της, που δυστυχώς δεν κρατούσε πολύ. Ενθουσιαζόταν για διάφορα πράγματα με τόσο ανυπόκριτο, τόσο αυθόρμητο τρόπο, που νόμιζες ότι ήταν κάτι βαθύ και σταθερό, μια στάση ζωής θετική, μόνιμη. Δεν φανταζόσουν ότι θα της περνούσε τόσο γρήγορα, ότι θα ακολουθούσε κάθε φορά η απογοήτευση.  Αναπόφευκτα, συνεχώς και σταθερά. Κάθε φορά ξεχνιόμουν, παγιδευόμουν στον υπέροχο, στο γλυκόλαλο ενθουσιασμό της, που έβρισκε μοναδικούς τρόπους να τον εκφράζει μ' εκείνη τη γλυκιά φωνή, τη λάμψη στο λευκό σα ρύζι πρόσωπο της. Τον δεχόμουν ολόκληρο, όπως ήταν στην ακμή και στην άνθιση του, τον συμμεριζόμουν χωρίς επιφυλάξεις και παζάρια.
Τα πεδιλάκια μου τα είχα αγοράσει λίγο μετά την εκδήλωση του ενθουσιασμού της για τα παπούτσια με διαφορετικό σχέδιο. Εκείνη λοιπόν είχε τα μποτάκια της κι εγώ τα πεδιλάκια μου, ισπανικής κατασκευής τρελιάρικα παπούτσια. Τη θυμόμουν, τη θυμήθηκα όλες τις φορές που τα φόρεσα. Και τα έλειωσα από το περπάτημα στα αθηναϊκά πεζοδρόμια. Εκείνη τα παράτησε σχεδόν καινούργια τα δικά της, πριν χαλάσουν απο τη χρήση. Έστρεψε την πλάτη στον ματαιο τούτο κόσμο και τους  πειρασμούς του, αφήνοντας ορφανούς όλους τους μελλοντικούς ενθουσιασμούς της, ορφανά τόσα πράγματα  που αξίζει να επιθυμείς και να κερδίζεις,  να γεύεσαι και να απολαμβάνεις. Πάντα ήταν σα να φοβόταν να χαρεί κάτι ως το τέλος, σαν ο άλλος εαυτός της να μην την άφηνε να απολαύσει τίποτε. Σαν κάποιος να της απαγόρευε την απόλυτη κυριότητα των πραγμάτων και την οικειοποίηση των αισθημάτων. Εγκατέλειπε στη μέση τα πράγματα, τα βαριόταν γρήγορα, αναζητούσε άλλα,  για να τα βαρεθεί κι εκείνα με τη σειρά τους, αργά ή γρήγορα.
Μας άρεσε να τραγουδάμε μαζί. Ίσως εμένα μου άρεσε, κι εκείνη ενθουσιαζόταν με την ιδέα.  Όταν τραγουδούσαμε ήταν για ένα λεπτό ευτυχισμένη, ύστερα,  πριν τελειώσει η πρώτη στροφή, ήθελε άλλο τραγούδι. Ο κόσμος ολόκληρος την απογοήτευσε, σαν τραγούδι που περιμένεις κατι να σου πει αλλά δεν το αφήνεις να ολοκληρώσει.
Εγώ τα ξέκανα στο περπάτημα τα παπούτσια μου, ολοκλήρωσαν στα πόδια μου την αποστολή τους. Τώρα θα πάνε στα σκουπίδια μαζί με τη δυνατότητα τους να ανακαλούν την Άρτεμη όποτε τα φοράω. Την Άρτεμη που δεν θέλησε άλλο να φοράει λουλουδισμένα παπούτσια, να με συνοδεύει στα τραγούδια, να κολυμπά μαζί μου άλλο, να καλεί τους φίλους, να ανακαλύπτει πράγματα που την έκαναν στην αρχή να ελπίζει και μετά την απογοήτευαν.  Θα πρέπει να τη θυμάμαι χωρίς τη βοήθεια των παπουτσιών πια, χωρίς αυτό το σχέδιο κόκκινου λουλουδιού που ήταν τόσο ταιριαστό με τα δικά της γούστα.
Τι όμορφα που ήταν, με τα κόκκινα φύλλα τους. Χωρίς να ξεθωριάσουν διαλύθηκαν, σαν καινούργια κι αυτά, αλλά πια δεν φοριούνται. 
Οι αγορές παπουτσιών θα αραιώσουν. Θα αρχίσουν να είναι εξατομικευμένα,  κάθε ζευγάρι με την ιστορία του. Θα θυμίζουν παλιά καλή ελληνική λογοτεχνία. Αρβυλάκια και γόβες ας πούμε. Πεδιλάκια και μπότες. 
Στη γειτονιά μας ένα σωρό άνθρωποι ψάχνουν τα σκουπίδια. Θα βρουν τα πέδιλα αυτά κι ύστερα θα διαπιστώσουν ότι είναι σπασμένα, θα απογοητευτούν. Αλλά πού ξέρεις, μπορεί να καταφέρουν να τα κολλήσουν, τα πέδιλα μας (εμένα και της Άρτεμης έγιναν τώρα) να ζήσουν μια καινούργια ζωή, χωρίς να θυμίζουν τίποτε σε κανέναν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...