Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Αυτό το φονικό το έβλεπα να έρχεται


Χρόνια τώρα το φοβόμουν και δεν ήξερα ακριβώς τι μορφή θα είχε, τι έγκλημα θα γινόταν ακριβώς. Τώρα απλώς ξέρω το έγκλημα και τα ονόματα των νεκρών, ξέρω ποιοι είναι οι άνθρωποι που πλήρωσαν με τη ζωή τους.

Το έβλεπα το φονικό κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα. Το άκουγα, το μύριζα, το ήξερα πως θα γινόταν. Σε κάθε στιγμή, σε κάθε ώρα, ο πανικός με ξανάβρισκε.

Το έβλεπα όταν προσπαθούσα να περάσω απέναντι στη διάβαση και τα αυτοκίνητα έρχονταν και την έκλειναν χωρίς να αφήνουν χώρο για τους πεζούς.

Ναι, σε αυτή την απλή βαρβαρότητα. Υπάρχει κάποια στιγμή που καταλαβαίνεις ότι δεν είναι πια κανόνας να μη σταματάνε ποτέ οι οδηγοί στο σωστό σημείο. Καταλαβαίνεις ότι είναι διατεθειμένοι να μη σταματήσουν καθόλου. Αυτή η απλή βαρβαρότητα έδειχνε τη μεγάλη που συνέβη την Τετάρτη. Γιατί οι οδηγοί μου έλεγαν ότι δεν ενδιαφέρονται ούτε για τον κανόνα που καταπατούσαν, το χώρο της διάβασης δηλαδή, ούτε για την ουσία του κανόνα, τη ζωή τη δική μου και των άλλων πεζών που θέλαμε να περάσουμε απέναντι.

Κι οι άνθρωποι που παραβαίνουν τους κανόνες με τέτοιον τρόπο, συνειδητά και αδιάφορα, διαφθείρονται σιγά- σιγά, δεν συνιστούν πια κοινωνικά όντα. Δεν καταλαβαίνουν πια γιατί υπάρχουν οι κανόνες, ότι χρειάζονται για να προστατεύουν τους αδύνατους, ότι το παιδί τους θα κινδυνεύσει αύριο στο ίδιο σημείο, η μάνα τους θα σκοτωθεί που δεν θα προλαβαίνει να τρέξει στη διάβαση.

Το ήξερα, όταν έλεγα ευγενικά στους οδηγούς μοτοσικλετών να κατέβουν από το πεζοδρόμιο και με έβριζαν σεξιστικά αντί για άλλη απάντηση.

Το έβλεπα όταν άκουγα τους ανθρώπους να παινεύονται ότι δεν πληρώνουν φόρο, να συζητούν ανενδοίαστα για τη θέση που ίσως θα κέρδιζαν χάρις σε πολιτικούς τους φίλους, να θεωρούν θεμιτό καθεστώς για τον εαυτό τους το να χτίζουν αυθαίρετο εξοχικό που θα νομιμοποιούσαν μετά, να παραπονιούνται όταν το πρόστιμο νομιμοποίησης έπρεπε να δοθεί εν τέλει.

Το διαισθανόμουν όταν παρακολουθούσα τις μανάδες στις παιδικές χαρές, χρόνια πριν, όταν είχα κι εγώ μικρά παιδιά και πήγαινα σε παιδικές χαρές. Υπήρχαν τόσο λίγες που νοιάζονταν να μάθουν στα παιδιά τους κοινωνικούς κανόνες, τόσο πολλές που χωρίς ντροπή τα μεγάλωναν διδάσκοντας τα συστηματικά να μη δίνουν δεκάρα για κανέναν πέρα από τον εαυτό τους. Για τον οποίο εαυτό τους τα έμαθαν να φοβούνται υπέρμετρα, να προστατεύονται τόσο υπερβολικά που να μην μπορούν να ζήσουν.

Το κατάλαβα με ανατριχιαστικό τρόπο όταν η εφοριακός στην Εφορία Κεφαλαίου μου πρότεινε να τη λαδώσω για να πληρώσω το μισό φόρο κληρονομιάς γι αυτά που μας είχε αφήσει ο πατέρας μου. Το ποσό ήταν μεγάλο, αλλά δεν δέχτηκα. Δεν μπόρεσα όμως και να την καταγγείλω, εξαφάνισε αμέσως τη σημειωμένη με μολύβι πρόταση. Πόσοι άνθρωποι θα έχουν υποκύψει στον πειρασμό κλέβοντας το κράτος και πλουτίζοντας τους εγκληματίες υπαλλήλους του;

Το φοβόμουν όταν άκουγα το τζαμά της γειτονιάς, τον υδραυλικό μου, τον επιπλοποιό που μας έφτιαξε τη βιβλιοθήκη, κι ένα σωρό επαγγελματίες ακόμα, να κοκορεύονται δηλώνοντας με διάφορους τρόπους ότι «δεν βάζουν στην τσέπη τους συνεταίρο το κράτος». Δεν ήταν μόνο τα λεφτά που δεν έδιναν, ήταν και η αντίληψη ότι έπρεπε να είναι περήφανοι γι αυτό που με φόβιζε και με έκανε να μαντεύω τα χειρότερα.

Το ήξερα και διαβάζοντας την πλούσια φιλολογία της κλάψας κάθε μέρα στις εφημερίδες. Μου αρέσει να διαβάζω εφημερίδες, ή έστω το έχω συνηθίσει. Δίπλα σε ενδιαφέροντα άρθρα που συχνά με βοήθησαν να σκέφτομαι, σιχάθηκα να βλέπω το ίδιο τροπάριο περί αδικίας των μεν και των δε και το μοστράρισμα της αναλγησίας τους. Τους αγρότες να έχουν δίκιο που έκλειναν το δρόμο. Τους εκπαιδευτικούς να έχουν δίκιο που έκλειναν τα σχολεία. Τους τελωνειακούς να έχουν δίκιο που έκλειναν τα σύνορα, τους φύλακες να έχουν δίκιο που έκλειναν τους αρχαιολογικούς χώρους, και πάει λέγοντας.

Το περίμενα βλέποντας τα σχολεία να παραμελούνται πρώτα- πρώτα από τους ίδιους τους δασκάλους. Βλέποντας τους επιστάτες να παίρνουν σύνταξη και να μην διορίζονται καινούργιοι. Ακούγοντας τους γονείς να νοιάζονται υστερικά για την επίδοση του παιδιού τους και για τίποτε περισσότερο. Κατάλαβα από την πρώτη μέρα που πήγε ο γιος μου στο Δημόσιο Σχολείο ότι είναι κάτι εύθραυστο και χρειάζεται τεράστια προσοχή για να λειτουργήσει. Αντί γι αυτό όλοι έσπευδαν ανέμελα να το καταστρέφουν. Λίγο μετά άρχισαν κι οι καταλήψεις, για να μην καθυστερεί το πρόγραμμα διάλυσης.

Το έβλεπα να έρχεται το φονικό όταν άκουγα τις λαϊκές γυναίκες της γειτονιάς μου να λένε κάθε τρεις και λίγο ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι, καθίκια που κοιτάνε το συμφέρον τους. Δεν συμπαθώ τους πολιτικούς, αλλά εκείνη τη στιγμή σφιγγόταν η καρδιά μου, γιατί ένοιωθα ότι πέρα από το αν οι πολιτικοί είναι –όλοι- καθίκια ή όχι, το να το φωνάζεις έτσι αναφανδόν για να αρέσεις στις φίλες σου, αν δεν έχεις στόχο να γίνεις κι εσύ πολιτικός, σημαίνει απλώς ότι είσαι χωρίς ελπίδα απέναντι σε ανθρώπους που αποφασίζουν για τον τόπο σου, ότι αφήνεις το μίσος να σε κυριεύσει κι ότι ενδέχεται να συμπαθήσεις πράξεις βίας, δικτατορίες, φονικά. Σημαίνει ακόμα ότι είσαι τόσο κομπλεξικός που δεν υπάρχει ελπίδα να ωριμάσεις, κι ότι αφέθηκες να λύσεις το πρόβλημα βρίζοντας, ισοπεδώνοντας, απέχοντας. Άρα δεν έχεις ελπίδα για πολιτική αγωγή. Κι ήταν η εποχή που η 17 Νοέμβρη ακόμα σκότωνε.

Το μάντευα όταν έμπαινα στο τρόλεϊ και άκουγα ηλικιωμένες γυναίκες να λένε: πωπώ πήξαμε από ξένους, θα μας διώξουν στο τέλος από δω πέρα…

Γιατί αυτές οι κουβέντες ήταν δολοφονικές; Γιατί είναι ρατσιστικές, και μια κοινωνία σαν τη δική μας, σαν αυτή που νομίζουμε ότι έχουμε, δεν μπορεί να δέχεται το ρατσισμό να εκφράζεται δημόσια με τόση άνεση. Αν δεν μπορεί να μας ενώσει σαν κοινωνία παρά το μίσος προς τους ξένους, σημαίνει ότι μοιραζόμαστε μόνο το μύθο της κοινής καταγωγής. Δηλαδή τίποτε.

Το έβλεπα να έρχεται το φονικό όταν είδα να καταστρέφεται το κέντρο της Αθήνας και κανένας να μην ενοχλείται, κανένας να μη θλίβεται, να μην αγανακτεί. Ένα άρθρο στην Καθημερινή διάβασα μόνο. Διαπίστωσα ότι ζω με ανθρώπους που δεν μοιράζονται μαζί μου το ίδιο περιβάλλον, δεν αναγνωρίζονται στην ίδια εικόνα της πόλης. Πού βρίσκονται; Τι αγαπούν, τι τους χαρίζει αναψυχή, τι αντικρύζουν; Έχουν γυρίσει στα χωριά τους; Τριγύριζα τα βράδια μόνη μου στους δρόμους με τους τοίχους γεμάτους βίαια συνθήματα σα να ήμουν σε ερημωμένη από πόλεμο πόλη. Και τη μέρα τους έβλεπα όλους να τρέχουν σα να μην μπορούσαν να δουν τι συνέβαινε γύρω τους.

Το φονικό ήταν προαναγγελθέν και αναμενόμενο. Είχα δει την παρέα των νεαρών πέρσι το Δεκέμβρη που έβαζε φωτιά στις Τράπεζες, και μου είχαν κοπεί τα πόδια από το φόβο. Με κοίταζαν προκλητικά μέσα από τους φερετζέδες τους. Δεν δίσταζαν, δεν φοβούνταν, δεν ντρέπονταν. Εγώ φοβόμουν, κι έτρεξα να κρυφτώ. Κι όταν βγήκα από την κρυψώνα είδα καμένες τις δυο Εθνικές Τράπεζες στην Πατησίων και σπασμένα τα τζάμια του ΖΑΡΑ και κάμποσων ακόμα μαγαζιών. Και την άλλη μέρα διάβασα εξηγήσεις, πως είναι κοινωνικός ξεσηκωμός των νέων αυτό, που δεν τους υποσχόμαστε ζωή πλήρως εξασφαλισμένη. Και στους τοίχους διάβασα στίχους και συνθήματα γεμάτα απειλή για καταστροφή και θάνατο. Περνούσα από τα Εξάρχεια και έβλεπα προκηρύξεις που αποκήρυσσαν και απειλούσαν ολόκληρο τον τρόπο ζωής μας, όχι μόνο τα λάθη και τις καταχρήσεις, τις αδικίες και τις ανισότητες, αλλά τα πάντα. Τις τράπεζες, αλλά και τα βιβλιοπωλεία, τα μαγαζιά, αλλά και τα θέατρα, την Αστυνομία, αλλά και τη Λυρική. Ό,τι συνιστά τον πολιτισμό μας, φτωχό, κάλπικο, κακό στραβό κι ανάποδο, αυτόν που έχουμε, το μόνο που έχουμε.
Το μύριζα γιατι κι εμείς στα νιάτα μας περάσαμε την εποχή αμφισβήτησης και ισοπεδώσαμε ιδεολογικά πολλές αξίες, αλλά νομίζαμε πως κάναμε τη διάκριση ανάμεσα σε κανόνες και καταχρήσεις, σε ανθρωπισμό και μηδενισμό. Ε, λοιπόν φαίνεται πως δεν την είχαμε κάνει. Αφήσαμε να ξεχειλώσουν τα συνθήματα και το ρομαντισμό μας. Δεν θελήσαμε να δούμε ειλικρινά ούτε γιατί έπεσε ο Σοσιαλισμός ούτε γιατί διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία και το γύρισε στον εμφύλιο, ούτε γιατί ενώθηκε η Γερμανία, ούτε γιατί βομβαρδίστηκε το Βελιγράδι. Τίποτε. Κι ούτε να ξαναπάρουμε ένα- ένα τα γκρεμισμένα είδωλα του αστικού πολιτισμού, να τα ξεσκονίσουμε και να τα κοιτάξουμε μήπως είχαμε βιαστεί να τα πετάξουμε στα σκουπίδια.

Το περίμενα το φονικό. Δεν ξαφνιάστηκα. Πιο πολύ με ξαφνιάζουν άνθρωποι σοβαροί με τους οποίους συνομιλούσα μέχρι πρότινος κι άρχισαν την ίδια μέρα να μου λένε για το δικαίωμα στη διαδήλωση, για την πυρόσβεση, για προβοκάτσια, για τις ευθύνες των μεγάλων κομμάτων, αφού η Αριστερά ποτέ δεν κυβέρνησε για να έχει τις ίδιες ευθύνες…

Ω, οι αριστεροί μου φίλοι. Σκάβουν γρήγορα το λάκκο να χώσουν το κεφάλι τους, να μη δουν το πρόσωπο τους στον καθρέφτη και φρίξουν. Τους θαύμασα, για τελευταία φορά….

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...