Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Φυλλα ξερά και μελαγχολικά



Ένα πράγμα με έκανε πάντα περήφανη για την Κυψέλη, με όλα της τα χάλια, πως έχει καλές συγκοινωνίες. Μεταχειρίζομαι ακόμα ενεστώτα, αν και καταργήθηκε το τρόλει 9, και τα άλλα αραιώνουν πολύ, δεν προσλαμβάνουν οδηγούς μάλλον. Τελευταία χρησιμοποιώ μια συγκοινωνία που ουσιαστικά δεν είναι της Κυψέλης, το λεωφορείο 224, Καισαριανή- Πολύγωνο. Κατεβαίνω στην Ευελπίδων, στη Γεωγραφική Υπηρεσία. Έχει καταντήσει αυτό το λεωφορείο να περνάει με την ίδια συχνότητα που έχουν τρία τρόλεϊ μαζί. Το παίρνω από τη Σόλωνος, πότε στο Κολωνάκι, πότε στη Νομική. Μέσα στα καυσαέρια περιμένω, βαρέθηκα, είπα χτες θα πάω πάλι στην Πανεπιστημίου για τρόλεϊ.
Είχε νυχτώσει κι ήταν έρημη όπως πάντα η Πανεπιστημίου, κακοφωτισμένη, όπως πάντα. Αμηχανία μας φέρνει αυτός ο δρόμος με τα μεγάλα πεζοδρόμια. Πάντα άδειος τη νύχτα, κι όσοι περνάνε βιάζονται, να φύγουν να γλιτώσουν. Ένας μουσικός κάτι βρήκε να τον κάνει, έπαιζε σαξόφωνο μπροστά στον Άγιο Διονύση. Έπαιζε το Les feuilles mortes. Η μελαγχολία του με τσάκισε. Του έδωσα μισό ευρώ, κι απομακρύνθηκα μέσα στην κατάθλιψη. Φύλλα του φθινοπώρου σα να ήταν ολόκληρη η πόλη γύρω μου, σκοτεινή, έρημη, αναγάπητη. Υπάρχει τέτοιο επίθετο; Φύλλα του φθινοπώρου που ξεράθηκαν και πέσανε, και τώρα πρέπει να τα μαζέψει κάποιος με ένα φτυάρι. Οι φιλοδοξίες των αρχιτεκτόνων και των ευεργετών που έφτιαξαν τον Άγιο Διονύσιο, την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο και τη Βιβλιοθήκη, και κατάφεραν να κρατήσουν τόσο χώρο ελεύθερο μπροστά τους, φύλλα ξερά.
Δεν την αγάπησαν την Αθήνα οι κάτοικοι της. Δεν μπόρεσαν να εκπαιδευτούν στον τρόπο που αγαπάς μια πόλη. Ήθελαν όλοι να έρθουν εδώ, την κομμάτιασαν όσο δεν έπαιρνε άλλο, και στο τέλος έπαψε να είναι πόλη, την παράτησαν, αφού την έκαναν κομματάκια και μοσχοπούλησαν τον αέρα και τη γη της, το κάθε τετραγωνικό της, επεκτείνοντας τις ιδιοκτησίες τους πάνω, κάτω και πλαγίως, μέχρι που πια να μη μπορούν να τις ιδιοκατοικήσουν.
Στη στάση έχει κόσμο, άρα περιμένουν πολλή ώρα,  θα περάσει όπου να’ ναι. Αμ δε. Είμαι κουρασμένη,  κάθομαι στο μαρμάρινο ερεισίνωτο της πρασιάς, δίπλα σε έναν ασιάτη που πουλάει κάλτσες. Έχει απλώσει ένα σεντόνι κάτω και τις έχει βάλει ταχτικά στη σειρά. Το τρόλεϊ αργεί, μελετάω προσεχτικά τη διάταξη των καλτσών. Είναι τόσο πολύ ταχτικά, τόσο τέλεια βαλμένες, δεν εξέχει καμία από την αράδα της, δεν υπάρχει ούτε ένα χιλιοστό ύφασμα του σεντονιού να φαίνεται από κάτω. Τον κοιτάζω, είναι μικρόσωμος και σκουρόχρωμος, με ευρωπαϊκά, καθώς λένε, χαρακτηριστικά. Μπάνγκλαντές μάλλον παρά Πακιστάν. Τρίβει τα χέρια του να ζεσταθεί. Πόση ώρα άραγε  του παίρνει να ταχτοποιεί έτσι το σεντόνι του;
Να πού βρέθηκε κι άλλη χρήση για το πεζοδρόμιο.
Αχ, μην αρχίστε να με βρίζετε αμέσως, για τα παραεμπόριο, το φόρο που δεν πληρώνουν, τους λαθρομετανάστες που λαθροφέρνουν όλα τα κακά της γης στα άγια χώματα μας. Μπορώ να θαυμάσω για μια στιγμή την επιμέλεια του μικροπωλητή χωρίς να σκέφτομαι τη γκρίνια σας; Ευχαριστώ.
Περνάει ένας μαύρος με τη δική του πραμάτεια στον ώμο, φεύγει αυτός, σχόλασε. Χαιρετάει τον δικό μου στα ελληνικά, του λέει «γειά σου» κι απομακρύνεται. Ο δικός μου του κουνάει το χέρι χωρίς χαμόγελο, είναι κουρασμένος. Τα ελληνικά είναι η lingua franca της γης των κολασμένων. Λαθραία ελληνικά, γλιστράνε από τις χαραμάδες της σκληρότητας μας και γίνονται όργανο επικοινωνίας των ασιατών με τους αφρικάνους.
Έρχεται το τρόλεϊ, ανεβαίνουμε παγωμένοι και στριμωχνόμαστε. Στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου το ταλέντο της ταχτοποίησης εκτίθεται μάταια, όσο αντέχει. Περνάμε το Ρεξ, κλειστό, με αυτοκίνητα παρκαρισμένα μπροστά στην είσοδο του. Δουλεύει, δεν δουλεύει, δεν ξέρω. Ξαφνικά, δίπλα του, τα φώτα του ξενοδοχείου Τιτάνια με τυφλώνουν. Καημένοι σκηνοθέτες τουριστικών θεαμάτων, πώς να ζωντανέψετε κι εσείς αυτή την εγκατάλειψη;
Εύχομαι να βρεθούν δυο τουρίστες να πάνε βόλτα ρομαντική στο σκοτάδι της Πανεπιστημίου, να αγοράσουν κάλτσες από κείνες που έβαλε τακτικά ο Μπαγκλαντεσιανός πίσω από τη στάση της Κυψέλης.
 Νομίζω αύριο θα ξαναπάρω λεωφορείο.

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=10635

2 σχόλια:

Filandeza είπε...

Κι όμως, τη θυμάστε κάποτε την Αθήνα, το κέντρο, όχι κατάφωτο αλλά γεμάτο κόσμο, ό,τι ώρα και να ταν, ό,τι μέρα. Μόλις 15 χρόνια πριν. Με τα νυχτερινά λεωφορεία να πηγαίνουν παντού και ιδιαίτερη κίνηση κατά τις 2 και μετά κατά τις 4. Κίνηση που δεν έπαψε ούτε τότε που βγήκε εκείνος ο νόμος για τα νυχτερινά που σταματούσαν νωρίς. Τα πατσατζίδικα που κρατούσαν μισόκλειστες τις πόρτες ως το πρωί; Άτιμοι Αθηναίοι, ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΠΙΣΩ!

Anna Damianidi είπε...

Aπό τη στιγμή που τα μαγαζιά έκλεισαν, κι όλα τα γραφεία μεταφέρθηκαν σε περιφερειακά κτίρια,΄δεν υπήρχε ελπίδα.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...