Γωνιες για φωτογραφιση και στο βάθος στραφταλίζει η θάλασσα |
Πάντα κανείς
νοσταλγεί τα νιάτα του, αλλά τη Θεσσαλονίκη που γνώρισα στα δικά μου νιάτα, δεν
τη νοσταλγώ. Ούτε την άγνοια που κουβαλούσα για την πόλη όταν κατέβηκα πρώτη
φορά από το τρένο στα δεκαοχτώ μου, μετά από δωδεκάωρο ταξίδι, σε μια πόλη που
την ακούγαμε σαν ‘συμπρωτεύουσα’. Ψάχναμε να βρούμε αναλογίες λοιπόν, αλλά
σάμπως ξέραμε και την Αθήνα; Πόσο κλισέ και μαζί πόση υποκρισία δεν έκρυβε αυτή
η ισοπεδωτική λέξη.
Η Θεσσαλονίκη δεν
ήταν ποτέ ‘συμπρωτεύουσα’, και με τον τίτλο αυτό μπορούσε να βρίσκεται συνέχεια
στη θέση του παραπονεμένου συγγενή, και ποτέ να μη σταθεί σ’ αυτή που της
ανήκει. Είναι μια πόλη ξεχωριστή, πολύ παλιότερη από την Αθήνα, με δική της
ιστορία και χαρακτήρα.
Σαν κλεισμένο
στρείδι μου φαινόταν τα χρόνια που την έζησα ως φοιτήτρια. Ήταν χούντα τα πρώτα χρόνια, οι φίλοι μου
έπαιζαν χαρτιά με τις ώρες, σα να θέλανε να ξεχάσουν πού βρίσκονται. Μια δυο
φορές ακούστηκε ότι μας έλεγαν ‘αθηναίους’, ότι τα κορίτσια ήμασταν
‘ευκολότερες’ από τις ντόπιες. Ως τότε δεν είχα ποτέ σκεφτεί πως ήμουν αθηναία.
Περπατούσα στους δρόμους ψάχνοντας ένα σημάδι, μια εξήγηση για τις παράξενες
γωνίες της πόλης. Έβγαλα χιλιάδες φωτογραφίες με την Κόντακ Ινσταμάτικ μου. Μάζευα
ξέφτια αποφθεγμάτων, κλεισίματα ματιού που δεν ήξερα τι εννοούσαν, αλλά τα
ανταπέδιδα μη τολμώντας να ρωτήσω. Έμπαινα στα βιβλιοπωλεία. Μια μέρα ανακάλυψα
διηγήματα του Γιώργου Ιωάννου. Σα να άνοιξαν κάποιες πόρτες και ν’ άκουσα
μερικές καλημέρες. Ιστορίες σαλονικιών που περνούσαν δίπλα από τα μυστήρια. Χαραμάδες
φωτός.
Εικόνα που δεν θα
ήταν συγκινητική ούτε σε μια μικρού μήκους ταινία, μια αθηναία φοιτήτρια στην
πλήξη της χούντας τριγυρίζει στην πόλη αμήχανη. Αν και η άγνοιά της θα μπορούσε
να γεννήσει ένα σωρό αστείες παρεξηγήσεις.
Επιστρέφω στη
Θεσσαλονίκη ξανά και ξανά, με την πολυτέλεια των γνώσεων πλέον. Το παράδοξο της
είναι πως κάθε φορά, ενώ τη βρίσκω αλλαγμένη προς το μέλλον, έχει κατακτήσει
και λίγο περισσότερη συνείδηση του παρελθόντος της. Το πιο δύσκολο για μένα
αποδεικνύεται να ξαναβρώ τις γειτονιές που έζησα στα αμήχανα φοιτητικά μου
χρόνια. Μια πόλη καινούργια με καλωσορίζει, πιο μοντέρνα, πιο συντονισμένη και
δικτυωμένη, με αυτογνωσία. Δεν νοσταλγώ τίποτε από αυτά που έζησα εδώ, ξεφλουδίζω
τα στρώματα του χρόνου. Εκείνα τα βουβά σπιτάκια της Αγίας Τριάδας που δεν
κατάφεραν να μου ομολογήσουν τις περιπέτειες τους, θα νόμιζα πως δεν υπήρξαν ποτέ
αν δεν τα είχα φωτογραφίσει. Κάποτε θα τα δω σε μια ταινία να ζωντανεύουν,
είμαι σίγουρη.
Από το περιοδικό του ΦΘ Πρώτο Πλάνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου