Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Γυρίσματα χωρίς κάμερα


Κάποτε είχα ταξιδέψει με πλοίο από τη Θεσσαλονίκη, μόνο και μόνο για να τη δω από τη θάλασσα. Κάθε πόλη αντικρίζει την ακτή με το δικό της τρόπο. Την ώρα που τη βλέπεις από μακριά, πριν πατήσεις το πόδι σου, ή που την αποχαιρετάς μαζί με το μέρα στο μπλε φως του δειλινού, είναι σαν πρόσωπο που ζεις μαζί του και σταματάς κάποια στιγμή  να το φιλήσεις.
Τότε η προβλήτα ήταν γεμάτη αποθήκες λιμανιού και κανείς δεν φανταζόταν ότι σε λίγα χρόνια θα γίνονταν εκεί καλλιτεχνικοί χώροι. Έχω ξανάρθει αλλά ακόμα δεν το συνήθισα. Δεν χρειάζεται πια να μπεις σε πλοίο για να αντικρίσεις τη Θεσσαλονίκη από τη θάλασσα. Η προβλήτα είναι πια κομμάτι της πόλης. Ναι, σιγά την είδηση, θα πείτε, ωστόσο δεν είμαι σίγουρη ότι το γιορτάσαμε αρκετά όταν συνέβη. Τα Λαδάδικα, που τα γνώρισα λαδάδικα, κάτι παλιά μαγαζάκια, ελεεινά και τρισάθλια, και τα έβγαζα φωτογραφίες βέβαιη ότι δεν θα υπήρχαν σε λίγο καιρό, είναι εδώ και χρόνια μια γειτονιά με πεζόδρομους και ταβερνάκια. Κάθε φορά ενθουσιάζομαι το ίδιο, όταν τα βλέπω. Ορίστε λοιπόν το ελληνικό ροκ, αν σας αρέσει η διατύπωση. Αναδείχτηκαν, αερίστηκαν μέσα κι έξω και προσφέρονται για τα βήματα των νεαρών που πρέπει να εξερευνήσουν οπωσδήποτε την πόλη τους και τον εαυτό τους.
Αυτές οι νεαρές λοιπόν κι αυτοί οι νεαροί, πολύ ανήσυχοι για το μέλλον της χώρας και το δικό τους, πάνε μια βόλτα στην προβλήτα και απέναντι έχουν την πόλη σα να τη βλέπουν από μακριά, να στήνεται κοκέτα να καθρεφτιστεί μπροστά τους. Μπορούν να σταθούν εκεί σαν τον Ζυλιέν Σορέλ, τον επαρχιώτη που μια μέρα, πριν κατακτήσει με τη γοητεία του το Παρίσι, στάθηκε και το κοίταξε από ψηλά και είπε: «Και τώρα οι δυο μας!» (Σταντάλ, ‘Το κόκκινο και το μαύρο’). Αίσθηση που κρατάει μόνο μια στιγμή, όσο να συστηθείς, γιατί αμέσως μετά, μόλις διασχίσεις τη λεωφόρο Νίκης, μπαίνεις μέσα στην εικόνα που μόλις της απευθύνθηκες, γίνεσαι ένας μέσα στο πλήθος,  μπερδεύεσαι στους δρόμους με τους άλλους, χιλιάδες άλλους, και δεν είσαι πια εσύ και εκείνη, οι δυο σας,  έχει τελειώσει αυτό. Αν και με κάποιο τρόπο συνεχίζεται.
Το φεστιβάλ Κινηματογράφου γίνεται στην πλατεία Αριστοτέλους, στην αίθουσα Ολύμπιον, και στις αποθήκες αυτές της προβλήτας, που είναι ό,τι πιο μοντέρνο σε ανάδειξη και μεταποίηση χώρων, και κυρίως σε ανάδειξη αναγκών για βόλτα και άπλα. Από το παλιό στο νέο που είναι παλιότερο, μια ανάσα δρόμος, η βόλτα αυτή είναι καλλιτεχνική πορεία από μόνη της. Ακόμα κι αν πάρεις μέρος μόνο σε μια ταινία μικρού μήκους που δεν γυρίζει κανείς, και που λέγεται: «Σαλέπι μπροστά στον Τερκενλή καθώς η νύχτα φτάνει», σε πλημμυρίζει η έμπνευση για τα δικά σου έργα, που θα φτιάξεις, ή απλώς θα ονειρευτείς, σε πλημμυρίζει η αίσθηση ότι κάτι θα διασώσεις από το ξεχείλισμα αυτό της ζωντάνιας καθώς θα αποσύρεσαι.
Μπορείτε να αρχίσετε τις μιζέριες φυσικά, που έκαναν την Αθήνα σκιάχτρο, και να πείτε, α ωραία, πήγες στο κέντρο και δεν βλέπεις την κρίση, τη φτώχεια, για τρέχα στις φτωχογειτονιές. Αλλά σας πληροφορώ ότι το ίδιο κάνουν κι οι κάτοικοι της πόλης. Τέτοιο πλήθος στην Τσιμισκή δεν ξανάδα ποτέ μου. Ίσως πράγματι τα πέριξ να είναι τώρα χειρότερα, θα ξεκινήσω από αύριο τα δικά μου γυρίσματα (χωρίς κάμερα), αλλά βλέπετε, έτσι είναι οι άνθρωποι: έλκονται από την ομορφιά, το λούστρο, την άνεση, τα φώτα, κι όλα αυτά τα αμαρτωλά πράγματα. Οπότε χάνομαι στο πλήθος και βρίσκω παντού κατανόηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...