Φέρετρα στην Λαμπεντούζα. Σειρές από ξύλινα φέρετρα, σαν αυτά που βλέπουμε στις κηδείες στην Ευρώπη. Καφέ φέρετρα για τους μεγάλους, μικρότερα λευκά για τα παιδιά. Αφθονία αξιοπρεπών φερέτρων. Οι πρώτοι τριακόσιοι νεκροί ταξιδιώτες, που δεν ήταν ακριβώς οι πρώτοι, αλλά έχουν την πρωτιά του πλήθους, του μεγάλου αριθμού, του τριψήφιου, που καταφέρνει να ξαναβγεί στα πρωτοσέλιδα, στις οθόνες ημών των προνομιούχων ευρωπαίων. Και οι δεύτεροι μαζί, κάπως λιγότεροι, στο ναυάγιο αμέσως μετά, πριν περάσει μια εβδομάδα, όλοι στη σειρά αξιώνονται τέτοιας ταφής, σα να ήταν πολίτες ευρωπαϊκού κράτους.
Ενώ δεν ήταν. Ήταν ριψοκίνδυνοι αφρικανοί και ασιάτες, αποφασισμένοι να μεταναστεύσουν, να ρισκάρουν το κυνηγητό και την παρανομία, για να γλιτώσουν απ' τη φτώχεια, ή απ' τον πόλεμο. Είχαν δεχτεί να ταξιδέψουν με πλοία που δεν είναι για ταξίδια, στριμωγμένοι έτσι όπως δεν δέχεται κανένας λογικός ταξιδιώτης να στριμωχτεί. Είχαν δεχτεί να πετάξουν τα διαβατήρια τους, να γίνουν άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, να μη δηλώνουν την αληθινή χώρα καταγωγής τους, για να μπορέσουν να φτάσουν στην Ευρώπη και να δουλέψουν παράνομα. Ξέροντας ότι θα τους κυνηγούσε η αστυνομία, αλλά ελπίζοντας ότι στις ευρωπαϊκές χώρες η ζωή τους θα γινόταν σεβαστή. Ξέροντας ότι μπορεί να μην κατάφερναν να φτάσουν, κι ότι τους περίμεναν μεγάλες δοκιμασίες. Προσδοκώντας υπεράνθρωπη, (ή μήπως υπάνθρωπη;) αντοχή από το σώμα τους για το ταξίδι, κι ύστερα χρόνια υγεία και ρώμη για σκληρή δουλειά. Ξέροντας ότι είναι ανεπιθύμητοι. Έχοντας πληρώσει υποχρεωτικές μαφίες, γιατί αλλιώς δεν γίνεται.
Ίσως και τους προηγούμενους νεκρούς που ξέβραζαν οι τρικυμίες στο μικρό αυτό νησί, χαμένο στο χάρτη ανάμεσα στις αφρικανικές ακτές και τη Σικελία, να τους έθαβαν εξίσου αξιοπρεπώς. Όσους έβρισκαν, υπάρχουν κι αυτοί που έμειναν για πάντα στη θάλασσα. "Η Μεσόγειος έχει γίνει ένα απέραντο νεκροταφείο" είπε ο πρωθυπουργός της Μάλτας. Κι εκεί ξεβράζει το κύμα πτώματα και ναυαγούς.
Ασχολούνται με ταφές οι άνθρωποι παραπάνω απ' όσο τους αναλογεί. Το βγάζουν πέρα το τρομερό έργο μαλτέζοι και λαμπεντουζιανοί. Θάβουν τους ανώνυμους μετανάστες σα να ήταν κανονικοί άνθρωποι, με το όνομά τους, την ιστορία τους, τους συγγενείς να παραστέκουν.
Αν ζούσαν κι έφταναν ζωντανοί στη Λαμπεντούζα, ή ακόμα καλύτερα στη Σικελία, τη Σάμο ή τη Λακωνία, μάζευαν πορτοκάλια τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο ελιές, ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα έπρεπε να περάσουν μέχρι να αποδεχτούν οι ευρωπαίοι την παρουσία τους, να μάθουν το αληθινό τους όνομα, να θεωρήσουν ότι δικαιούνται άδεια παραμονής και διάφορα άλλα χαρτιά. Πέθαναν όμως, πνίγηκαν, στον αιώνα που οι στατιστικές βγάζουν τα θαλασσινά ταξίδια πιο ασφαλή απ' όλα. Μάλλον δεν θα μετράνε τα σαπιοκάραβα της μετανάστευσης. Και πεθαίνοντας έγιναν ευρωπαίοι διαμιάς στα ξύλινα φέρετρά τους. Ακόμα και στα ελληνικά μέντια, το προσέξατε, ενώ την πρώτη μέρα μιλούσαν για 'λαθρομετανάστες', σιγά -σιγά το πρώτο συνθετικό έφυγε, έγιναν σκέτοι μετανάστες οι νεκροί, σα να ντράπηκαν τα ξύλινα φέρετρα οι δημοσιογράφοι. Είναι μια πρόοδος. Μπορεί κάποτε να προχωρήσει η Ευρώπη, να ανακαλύψει κι άλλους λόγους, εκτός απο το θάνατο, να βλέπει τους ανθρώπους σαν ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου