Περιπλανήθηκα πίσω από το μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς στη
χειμωνιάτικη λιακάδα. Έχει ήσυχους δρόμους εκεί, παλιές γειτονιές που δεν
άλλαξαν και πολύ, δεν είχαν ζήτηση, έμειναν με τα χαμηλά τους σπίτια. Τόσο
σπάνια και πολύτιμα θεωρήθηκαν κάποια στιγμή τα μικρά τους μεγέθη, ώστε
χτίστηκαν και μερικές μοντέρνες πολυκατοικίες με λοφτ καταπληκτικά και
πανάκριβα. Ύστερα ήρθε η κρίση και το σπάνιο και πολύτιμο ξαναγύρισε στην
προηγούμενη κατάσταση του φτωχού και παρατημένου. Μόνο που τώρα ανάμεσα στα
μισογκρεμισμένα παλιά σπιτάκια βλέπεις και τα λοφτ σε αναγκαστική συνύπαρξη, σε
μια μεταβατική κατάσταση που έμεινε μετέωρη.
Πάντα φτωχογειτονιά θα ήταν εδώ πέρα, τα σπίτια είναι ισόγεια τα
περισσότερα και μικρά. Αλλά βέβαια διαθέτουν ακόμα και ερειπωμένα αυτή την
πολυτέλεια του χώρου και της ησυχίας.
Είναι όμως πολυτέλεια ή
είναι ψυχαναγκασμός; Τα παράθυρα βλέπουν στο δρόμο. Πίσω από την κυρίως είσοδο
το χωλ είναι μικρό. Οι γείτονες είναι λίγοι, είναι κοντινοί. Ακούνε τις φωνές
σου αν φωνάξεις, τους καυγάδες σου αν καυγαδίσεις. Αν βγεις να καθίσεις στην
αυλή σε βλέπουν από γύρω. Κι όσοι περνούν από το δρόμο βλέπουν αν έχεις
καταφέρει να βάψεις το σπίτι σου και τα παράθυρά σου, αφού όλα βρίσκονται στο
ύψος των ματιών. Μήπως οι απρόσωπες πολυκατοικίες είναι καλύτερες τελικά, καθώς
κρύβεσαι μέσα στο πλήθος και δεν ακούγεσαι μέσα στη φασαρία;
Αν και μικρά τα σπιτάκια είχαν κάποια στολίδια, να κοιτάζεις αυτά
και να αφήνεις τους ανθρώπους στην ησυχία τους. Γύψινα κιονόκρανα, πλαίσια
παραθύρων. Μεταλλικές αυλόπορτες περιποιημένες. Είδος υπό προστασία θα έπρεπε
να τις κηρύξουμε. Λέμε τώρα. Από κει διακριτικά περνάς στο πίσω μέρος του
σπιτιού και μπαίνεις στην κουζίνα. Μπαινοβγαίνεις ανεπίσημα, σε στέλνει η μάνα
σου για θελήματα, φωνάζεις τη νοικοκυρά να ψωνίσει, ή να της πεις δυο κουβέντες
στ’ αυτί. Τέτοιες δουλειές θα γίνονταν κάποτε, ίσως να γίνονται και τώρα. Αν
και τώρα όλα μοιάζουν προσωρινά, σαν σκηνικό, λες και θα περάσει μετά τη βόλτα
μου μια μεγάλη νταλίκα να τα σαρώσει.
Πολλά σπιτάκια είναι ακατοίκητα, πέφτουν και λειώνουν σιγά σιγά.
Πρώτα βουλιάζουν οι σκεπές μέσα στα δωμάτια, ξέρουμε τις διαδικασίες. Βλέπεις
παράθυρα να ανοίγονται στον ουρανό. Βλέπεις εσωτερικούς τοίχους να υψώνονται
στη μέση ενός μικρού καταπράσινου οικοπέδου.
Με πιάνει λαχτάρα να τρέξω ξαφνικά, σα να με περιμένει πίσω από
μια τέτοια αυλόπορτα η γιαγιά μου. Γρήγορα να μη φύγει. Γαλήνια φαντάσματα
καλεί η λιακάδα. Να μου ανοίξει, να με μπάσει στην αυλή για να φάω μια φέτα
ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη. Δεν μου άρεσε το έδεσμα, αλλά η γιαγιά το εμφάνιζε
σαν κάτι σημαντικό και το έτρωγα. Κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή ανοίγει μια
αυλόπορτα και βλέπω έναν άντρα στη δική μου ηλικία να βγαίνει με μια φέτα ψωμί
με ζάχαρη στο χέρι, λες και γέρασε εκεί πέρα κάνοντας το παιδί. Μα δεν κατάλαβε
ποτέ ότι είναι φριχτή η ζάχαρη πάνω στο βούτυρο; Πρέπει κανείς να μεγαλώνει
κάποτε.
Θα έκανα λάθος. Δεν μπορεί να ήταν ψωμί με ζάχαρη αυτό το πράγμα.
1 σχόλιο:
Μου ανέσυρες μνήμες... Υπήρχε και το "ψωμί με ζάχαρη". Η βρεγμένη με νερό φέτα, για να μαλακώσει, και η πασπαλισμένη ζάχαρη. Το βούτυρο γι' αυτούς που το είχαν. Το νεράκι για τους πιο φτωχούς!
Δημοσίευση σχολίου