Campo S Ternita, από το παράθυρο μας |
Ξυπνάω στις 7 το πρωί από το φως στο δωμάτιο και δεν θυμάμαι πού βρίσκομαι. Α ναι, στη Βενετία. Σηκώνομαι και κοιτάζω λίγο από το παράθυρο. Η ομορφιά σου πληγώνει τα μάτια. Είναι ένα μικρό campo εκεί έξω, ασήμαντο, άγνωστο, με ένα κανάλι στην άκρη, μια γέφυρα, ένα μοναστήρι στο βάθος, ένα καμπαναριό, όλα τόσο όμορφα, που σου κόβεται η ανάσα.
Ντύνομαι και βγαίνω έξω, περπατώ για ώρα σε δρόμους έρημους. Κάνει κρύο, ο κόσμος δεν έχει ετοιμαστεί, δεν έχει βγει έξω, οι πλάκες είναι γεμάτες νερά. Αλλά θα έχει λιακάδα. Σιγά- σιγά αρχίζω να ακούω πάνω από κεφάλι μου παράθυρα να ανοίγουν. Ξυπνάνε οι άνθρωποι και πρώτη δουλειά να κάνουν το οφθαλμόλουτρό τους. Να ανοίξουν τα παράθυρα τους και να αντικρίσουν το κομμάτι της πόλης που τους αναλογεί. Να πάρουν μια βαθιά ανάσα από τον αέρα της.
Αχ να μπορούσα αυτές τις εικόνες που φτιάχνουν οι τοίχοι των σπιτιών, τα παράθυρα και οι πόρτες, οι γέφυρες και οι στέγες, τα καμπαναριά και οι καμινάδες, οι πλάκες στο έδαφος, τα χρώματα που έχουν βάλει, να μπορούσα όλες αυτές τις εικόνες να τις ρουφήξω, να με διαπεράσουν, να με δυναμώσουν, να αντέξω την ασχήμια της Αθήνας.
Αχ να μπορούσαν να την σβήσουν την ασχήμια της Αθήνας από το μυαλό μου. Να μπαίνανε μέσα μου σα μια ταπετσαρία που θα στρωνόταν πίσω από αυτά που πρόκειται να αντικρύσω αφότου φύγω, να γίνονταν μια διάφανη κουρτίνα που να μην αφήνουν άσχημους δρόμους να περνάνε στο οπτικό μου πεδίο με την ίδια δύναμη. Να αποκτούσαν αντοχή στο χρόνο, να πολλαπλασιάζονταν στην ένταση, να ρίζωναν σα δεύτερη φωνή, δεύτερη οθόνη σε κάθε γωνιά της Αθήνας που θα κοιτάξω από δω και μπρος.
Campo S Stefano |
Έτσι είναι. Η Βενετία ανήκει στην ανθρωπότητα. Κι η ανθρωπότητα την πλημμυρίζει αχόρταγα, την περπατάει, γελάει, τη χαζεύει, τη θαυμάζει, και φεύγει παίρνοντας για πάντα μαζί της τον καημό που δεν θα ζήσει άλλο στα στενά και στα κανάλια της, όχι πιο πολύ από δυο, τρεις μέρες.
Κι οι ντόπιοι τι κάνουν; Συντηρούν τα αρχαία σπίτια τους, φοράνε γαλότσες στην Άκουα Άλτα, βγάζουν βόλτα το σκύλο τους, δουλεύουν στα ξενοδοχεία, τα μουσεία, τα εστιατόρια, τα μαγαζιά. Τι έχουν παραπάνω από μας και δικαιούνται τη Βενετία;
Di ponte del' Academia |
Πηγαίνω προς το παλιό μας σπίτι (μου αρέσει αυτό: το παλιό μας σπίτι, λες και μείναμε κανένα χρόνο εδώ τουλάχιστον) Τρεις εβδομάδες ήταν όμως γεμάτες. Περνώ το Ζανίπολο, αυτή την πλατεία με την πρόσοψη της Scuola grande di San Marco, χαστούκια ομορφιάς στο περπάτημα, συγγνώμη για την έκφραση, πώς να το πω αυτό το αισθητικό σοκ που δημιουργείται σε κάθε στροφή του κεφαλιού, σε κάθε βήμα; Περνώ το γεφυράκι, βρίσκομαι στα καναλάκια που συχνά περνούσαμε πρόπερσι το καλοκαίρι. Θυμάμαι το δρόμο, τα μαγαζιά. Ύστερα περιπλανιέμαι προς το Ριάλτο, βγαίνω στη Σάντα Σοφία και μπαίνω στη γόνδολα για την αγορά, σαν γνώστης πια, σαν βενετσάνα. Μια ριπή φωτός και λάμψης του Κανάλ Γκράντε, μια ακόμα προσπάθεια να αρμέξουν τα ματάκια μου αυτή τη λαμπρότητα, ύστερα χαζεύω στην αγορά.
Campo S Vio |
Απομακρύνομαι, δεν κάνει να φάω λαχανικά. Εγώ δεν είμαι τελευταίας εσοδείας. Θα τα ψώνιζα όλα αν μπορούσα, και θα έπρεπε να γυρίσω σπίτι, για να μην τα κουβαλάω.
Σκέφτομαι, καλά που έχω δει όλα τα μουσεία, τα βασικά δηλαδή, έτσι δεν χρειάζεται να δω κανένα, όχι επειγόντως τουλάχιστον. Μπορώ να γυρίζω και να χαζεύω στους δρόμους μέχρι τελικής πτώσεως.
Canal al Dorsoduro |
Στη γέφυρα της Ακαδημίας στέκομαι πολλή ώρα. Χαζεύω τη θέα κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή τηλεφωνάει ο Μ. Κρατάω το τηλέφωνο και ακουμπώ στο ξύλινο κάγκελο, γλιστράω το χέρι στη μπάρα που έχουν βάλει για βοήθεια σε καροτσάκια, μιλάω βουτώντας στο θέαμα του Κανάλ Γκράντε τα μάτια, ανταλλάσσουμε το θαυμασμό μας για την πόλη. Έχει ζήσει στην Ιταλία,έχει σπουδάσει, όπως πολλοί φίλοι. Κάποτε η Ιταλία ήταν πολύ σημαντική για μας. Μαθαίναμε ιταλικά τραγούδια, τα τραγουδούσαμε και τα χορευαμε, βλέπαμε ταινίες του Φελίνι, του Παζολίνι, τόσων άλλων. Εγώ έμαθα ιταλικά από θαυμασμό στη γλώσσα αυτή, στην κουλτούρα αυτή, δεν είχα άλλο λόγο. Ο Μ διηγείται ότι έφερε τις κόρες του με πλοίο να δουν τη Βενετία, κι η μεγάλη του κόρη, που παριστάνει την αδιάφορη και τη μπλαζέ σε ό,τι της δείχνει εκείνος, όταν ήρθε εδώ, είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
Έτσι είναι. Η Βενετία ανήκει στους γονείς. Να τη δείχνουν στα παιδιά τους, να τους μαθαίνουν ότι εδώ που τα φέρανε, σε αυτό τον πλανήτη, άξιζε τον κόπο. Που τον κυριάρχησαν οι άνθρωποι. Άξιζε τον κόπο. Που συσσώρευσαν πλούτη. Αλλά άξιζε τον κόπο. Που ήσαν άπληστοι, αρπαχτικοί, ληστές, πειρατές, πλιατσικολόγοι, όπως εξάλλου και οι άλλοι πριν από αυτούς, που έγιναν άποικοι, έμποροι, εκμεταλλευτές, καπιταλιστές, κλπ, κλπ. Ωστόσο, είναι απλό, κοιτάξτε αυτή την πόλη, αμέσως αποδεικνύεται ότι παρόλ’ αυτά άξιζε τον κόπο.
Α χρυσή εποχή που ζούμε, να μπορούμε να περπατάμε στην πόλη –φάντασμα και να είμαστε ζωντανοί, να τρώμε παγωτά, σπαγγέτι, να κοιμόμαστε στα κρεβάτια, να πλενόμαστε σε μπάνια υπερσύγχρονα, σα να μη συμβαίνει τίποτε. Δεν είναι πια η ισχυρή βασίλισσα των θαλασσών. Όλη η εξουσία της έχει γίνει παραμύθι, μόνο το κέλυφος έμεινε, ανοιχτή εκτίθεται κάθε μέρα στους ξένους, όλοι αυτοί που θα ήταν κάποτε εχθροί, είναι απλώς προσκυνητές της.
Mosaico al San Marco |
Νυχτώνει κι ακόμα ψάχνεσαι, ξεχνάς για πού είχες φύγεις.
Καλύτερα τον πρώτο καιρό να έχεις πολύ χαλαρούς στόχους.
Έτσι την πρώτη μέρα κάνω έναν άσκοπο γύρο. Επιστρέφω από το Σαν Μάρκο. Μπαίνω μέσα και ξεκουράζομαι λίγο στα στασίδια του, είναι η μόνη μεγάλη εκκλησία που δεν έχει εισιτήριο. Και δεν έχει ούτε μεγάλη ουρά αυτή την ώρα. Πληρώνεις μετά, αν θέλεις να δεις τα μπρούτζινα άλογα, το θησαυρό, ή την χρυσή pala, πώς τη λένε στα ελληνικά;
cinesa felice |
Δεν θέλω να τα δω αυτά ξανά, μόνο να περπατήσω στο κυματιστό πάτωμα, που είναι σαν ακίνητη θάλασσα και νομίζεις ότι σε χορεύει σα να είσαι παιδί και να σε κάθισε παιχνιδιάρικα ο ναός στα γόνατά του. Μόνο να αναπαυτώ λίγο στις καρέκλες, κλέβοντας, όπως και οι άλλοι που αναπαύονται, λίγες στιγμές απο τις ιεροτελεστίες των εντεταλμένων ιερέων και τελεταρχών. ΄
Βγαίνω μετά στη Riva dei Schiavonni, είναι νομίζω το σημείο που αν δεν έχεις λιγωθεί ακόμα επαρκώς, λιγώνεσαι οριστικά. Και καθώς στέκεσαι λίγο στην ανοιχτωσιά της Ρίβας και κοιτάζεις προς τον Σαν Τζόρτζο Ματζόρε και τη Τζουντέκα, σε πλημμυρίζει πλέον η ικανοποίηση ότι αυτό είναι, έφτασες σε πλήρωση, αυτή τη στιγμή μετά από τόσο περπάτημα, καθώς κι ο ήλιος αποσύρεται αργά, μπορείς να κλείσεις με πληρότητα το πρόγραμμά σου, έκανες το καθήκον σου και η ανταμοιβή σε περιμένει…
Αλλά δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση βεβαίως, που σου προσφέρει η κούραση της μέρας για να αναλάβεις και να ξεκινήσεις την επαύριο με νέες δυνάμεις τη συσσώρευση εικόνων της Βενετίας.
Vicino a Rialto, in fronto di Palazzo Loredan Piscopia |
3 σχόλια:
Tο εκπληκτικό με την Βενετία είναι πως δεν έχει "προοπτική" ενώ ταυτόχρονα δεν είναι σε λόφο δισδιάστατη όπως οι Κυκλάδες ωστόσο ο διαβάτης ενώ περπατά στρίβει τις γωνίες ανεβοκατεβαίνει γέφυρες και κάθε τόσο αντικρύζει διαφορετικές εικόνες, προσόψεων πλατειών, στενοσόκακων, τουριστών κλπ. Τον χειμώνα αποκαλύπτεται το παρελθόν της με διαφορετικό τρόπο, πόλη των αστικών θρύλων...
Για όλα υπάρχει ένα λόγος, c'e una ragione per questa citta comm'e, σαν τον ναό τού Σολομώντα αξίζει να κτιστεί όπου δει αρκεί να υπάρχει λόγος. Πάντως με τον τρόπο που περιγράφεις την πόλη προκαλείς την ζήλεια ή το "Στίγμα" καθώς λέγει κι' ο Φίλπ Ρόθ. Καλοτάξιδι
Ωχ ωχ, ελπίζω όχι μεγάλη ζήλεια...
Καλά που υπάρχεις Άννα και με ταξιδεύεις, με παρηγορείς, με κάνεις και βουρκώνω για ανθρώπους που δεν γνώρισα - γενικά μοιράζεις ζωή.
Δημοσίευση σχολίου