Πέθανε ο Νίκος Ναουμίδης, στα 63 του από ανακοπή καρδιάς, διαβάζω. Στις φωτογραφίες μέσω Ίντερνετ βλέπω ένα πρόσωπο που μου θυμίζει το Νίκο μόνο στο σχήμα. Στα ζυγωματικά πιο πολύ. Τι σοβαρός που είχες γίνει Νίκο! Αν σ' έβλεπα δεν θα σε γνώριζα, τόσο άλλαξε το ύφος σου, ενώ προφανώς δεν είχες παχύνει, δεν είχες βαρύνει. Μου έρχεσαι στο μυαλό νέος λυγερός όπως ήσουν τότε που κάναμε παρέα στη Θεσσαλονίκη, και τότε που παίζαμε στη Φαύστα του Μποστ το ζευγάρι Ιατρού, στη μόνη της ζωής μου επαγγελματική θεατρική εμπειρία. Εκείνοι οι μήνες, από το Πάσχα ως το Σεπτέμβρη της επόμενης χρονιάς, που γυρίζαμε την Ελλάδα με το Θεατρικό εργαστήρι, ήταν από τους ωραιότερους της ζωής μου.
Ακούω τη φωνή σου, λίγο θαμπή, λίγο βραχνή, καθώς περπατάμε. Ανεβήκαμε σοκάκια της Κέρκυρας, εξερευνήσαμε παρασκήνια στο θέατρο της Λάρισας, τριγυρίσαμε με τη ντουντούκα να διαφημίσουμε το μετέπειτα πολυπαιγμένο έργο του Μποστ, αλλά τότε αρκετά άγνωστο ακόμα. Σε ποιες πόλεις είχαμε πάει, ξέχασα πια, τι γίνανε αυτές οι πολύτιμες αναμνήσεις; Στο πούλμαν ήμασταν σαν άταχτα παιδιά ανάμεσα στους πιο σοβαρούς ηθοποιούς του θιάσου, εγώ τελειόφοιτη της Νομικής κι εσύ που με περνούσες μόνο τρία χρόνια. Ο πιο μικρός από τους αληθινούς ηθοποιούς εκεί, και φαινόσουν ο πιο εύθραυστος. Εχω δυο φωτογραφίες μόνο, μία έγχρωμη που τρώμε σε μια ταβέρνα στην Κέρκυρα όλοι μαζί, και μια ασπρόμαυρη μεγάλη της παράστασης, από αυτές που κολλούσαμε στη βιτρίνα των θεάτρων, τη μόνη που εμφανιζόμαστε οι δυο, είχαμε μικρό ρόλο. Την είχα φυλάξει για σουβενίρ, γεμάτη κόλλες απο τη χρήση στην περιοδεία εκείνη. Θα ψάξω να τις βρω όταν γυρίσω στην Αθήνα, να τις σκανάρω, πρέπει να απαντήσω στις πρόσφατες φωτογραφίες σου που είδα δημοσιευμένες, να σε θυμηθώ όπως σε είχα γνωρίσει.
Ταξιδεύαμε με ένα νοικιασμένο πούλμαν, τα σκηνικά φορτωμένα στη σκεπή. Τι πλάκα γινόταν, η ταλαιπωρία δεν μας άγγιζε, ούτε η απογοήτευση για τα λεφτά που δεν έβγαιναν. Στο θίασο ήταν η Σοφία Φιλιππίδου, η Ελένη Γερασιμίδου, ο Χρήστος Στέργιογλου, μεταξύ άλλων ηθοποιών εξίσου σημαντικών που απλώς δεν έκαναν καριέρα στην Αθήνα, του Κώστα Γακίδη, της Λιάνας Οικονόμου, του Φούλη Μπουντούρογλου. Ήταν η Ρούλα Πατεράκη, ξανθιά και χυμώδης τότε, έπαιζε τη Φαύστα. Ο άντρας της ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος, μετέπειτα Γιάννης Πάνου ως συγγραφέας, ήταν μαζί κι αυτός. Ψηλός, τεράστιος με το μεγάλο του μέτωπο και τη γκρίζα χαίτη να τον στεφανώνει. Τι γοητευτικοί κι οι δυο τους, και τι τυχερή ήμουν που μπορούσα να χάσκω κοντά σε όλους χωρίς εγωισμούς, ως νεώτερη και προσήλυτη. Τόσο νέοι όλοι τους τότε, και μου φαίνονταν μεγάλοι. Έτρεχα μετά χαράς να προλάβω επιθυμίες κι επικοινωνίες, έφτιαχνα χαμομήλια με μέλι να μαλακώσουν οι ταλαιπωρημένες φωνές τους, έπαιρνα τη ντουντούκα, ακούραστη έκανα τη διαφήμιση στους δρόμους, ταλαντούχα ντελάλης.
Ο χρόνος εκείνη την εποχή ήταν σαν απαλό κυματάκι, δεν έτρεχε, δεν πίεζε, νανούριζε τρυφερά κι υποσχόταν τα πάντα, καθησύχαζε. Απατηλή απαλότητα βεβαίως, διότι ενώ εμείς ονειρευόμασταν και σχεδιάζαμε, εκείνος περνούσε ορμητικός, και να τώρα να έχουν διαβεί τόσα χρόνια, να έχουμε χαθεί Νίκο μου, και να μη μπορώ να σε ξαναδώ ποτέ, και να μην έχουμε βρεθεί τόσο καιρό να γελάσουμε λίγο. Γελούσαμε μαζί πολύ, λέγαμε ανάλαφρα πράγματα που αποδυνάμωναν ό,τι μας φόβιζε, και τα ξεχνούσαμε αυτομάτως, έχοντας στο μεταξύ απελευθερωθεί. Βολτάραμε πολύ στη Θεσσαλονίκη και στις άλλες πόλεις. Κουβεντιάσαμε και φιλοσοφήσαμε. Θέλω να σε θυμάμαι ωστόσο στα παρασκήνια. Να στεκόμαστε οι δυο μας σε μια ακρούλα κι απο την κουρτίνα να κρυφοκοιτάμε τους άλλους που παίζουν, να μη μιλάμε και σιωπηλά να συνενοούμαστε, πριν ακόμα κάνουμε τη μικρή μας εμφάνιση, πριν αναμετρηθούμε όπως ο καθένας μπορούσε, με τα φώτα της τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου