Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Η τυραννία της μιζέριας

Κατίνα, λέγαν τη γιαγιά μου εμένανε

“Αυτά που γράφεις πρέπει να είναι πολύ απλά, να τα καταλαβαίνει κι η κυρά Κατίνα της Κοκκινιάς!”. Θυμάμαι σαν και τώρα το κήρυγμα σπουδαίου συναδέλφου, τις πρώτες μέρες μαθητείας μου σε εφημερίδα, σαράντα χρόνια πριν.
Η Κοκκινιά τότε υπήρχε στα τραγούδια, ενώ η Κυψέλη όπου ζούσα εγώ δεν είχε μπει ακόμα. Ποια ήταν αυτή η κυρά Κατίνα που έπρεπε να λαμβάνω υπόψη; Θα δούλευε πολύ στο σπίτι, το απόγευμα θα καθόταν στο ασβεστωμένο πεζοδρόμιο καθαρίζοντας φρέσκα φασολάκια; Δεν έμαθα ποτέ. Κάθε απόπειρα να υπολογίσω τι καταλάβαινε και τι όχι αποτύγχανε πλήρως. Πετύχαινε σίγουρα να φοβάμαι ένα σωρό δύσκολα ή περίπλοκα θέματα, να υποχωρώ στη σαγήνη του κλισέ, να αλλοιώνω τη σκέψη μου, να στραμπουλάω το μυαλό μου.
Αν εγώ αγνοούσα την κυρα Κατίνα, εκείνη ήταν πανταχού παρούσα. Δεν πήγα στην Κοκκινιά να την ψάξω, αλλά το φάσμα της, το φάντασμα της, πετιόταν μπροστά μας από παντού, σε εφημερίδες και περιοδικά, σε τίτλους και συνθήματα, σε στίχους και εικόνες. Ήταν αδύνατον να την ξεχάσεις γράφοντας, όλα τη θυμίζαν στα γραφεία των εφημερίδων που δούλευα και δεν ήταν στην Κοκκινιά, κέντρο -κατάκεντρο ήταν στην Αθήνα τον καιρό εκείνο.
Πέρασε πολύς καιρός για να καταλάβω ότι την κυρα Κατίνα τη φιλοτεχνούσε ο καθένας όπως ήθελε. Άλλος την έβλεπε σαν στερεότυπο της γεμάτης αυταπάρνηση μητέρας, που οφείλει να σέβεται και να μην κουράζει με πνευματικές απαιτήσεις. Άλλος σαν άτομο που επιθυμούσε να ανέβει πνευματικά, και χρειαζόταν πράγματι λίγη ενθάρρυνση, άρα η απλότητα θα τη βοηθούσε. Αλλος σαν πρότυπο αγράμματου και άρα χειραγωγήσιμου ανθρώπου, που να χρειάζεται πολιτικές ηγεσίες για να σωθεί. Αλλος και τα τρία μαζί, ναι μεν αξιοσέβαστη εκπρόσωπο του λαού, μητέρα, φασολάκια, αυτοθυσία, αλλά που επιθυμεί να βελτιώσει τη ζωή της, κι αν δεν το επιθυμεί αυτή το επιθυμούμε εμείς που οδηγούμε, άρα αν δεν είναι αρκετά αγράμματη και απλοϊκή δεν μας κάνει. Κανείς δεν τη γνώριζε στ' αλήθεια, όλοι την επινοούσαν. Κι όσο φιλοτεχνούσαν την εικόνα της και την τελειοποιούσαν, οι αληθινές Κατίνες, οι γυναίκες δηλαδή, (γιατί και το Κατίνα από κει θα βγαίνει, απο την τούρκικη λέξη καντίν, που θα πει γυναίκα, και όπως όλες οι τούρκικες λέξεις φορτώθηκε την υποτίμηση της έννοιας) άλλαζαν, πλούτιζαν, μορφώνονταν, κι αν δεν αγόρασαν ποτέ εφημερίδα, παρακολουθούσαν τηλεόραση, εξελίχτηκαν, ενώ οι γραφιάδες πάσης φύσεως συνέχιζαν να τις φαντασιώνονται βουτηγμένες στην ιδανική τους άγνοια, στην εύπλαστη μιζέρια τους, αυτή που δίνει άλλοθι στο μίσος, στις αυλές της Κοκκινιάς τις ανύπαρκτες.
Τώρα πια ξέρω πως όταν επικαλούνται την Κατίνα, την αμόρφωτη μητέρα, την απειλητική απλοϊκότητα, την εφιαλτική αφέλεια, τη φτώχεια που οφείλουμε να επιδεικνύουμε για να μην προκαλούμε, τη λαϊκή γνησιότητα που δεν διαθέτουμε και δεν ξέρουμε πού πουλιέται, δεν χρειάζεται να σπάω το κεφάλι μου παρά για ένα πράγμα: τους καλύτερους τρόπους που μπορεί να εφαρμοστεί το “Λάθε βιώσας”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...