Ήταν πριν πέντε χρόνια που γνωρίσαμε τη
Δέσποινα- Σοφία Στάμος, Ελληνοαμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφο που
ζει στη Νέα Υόρκη και είχε έρθει να στήσει μια παράσταση στη χώρα
καταγωγής της. Αναζητούσε χορευτές απ' όλο τον κόσμο, για την ακρίβεια
ανθρώπους που θα ήθελαν να χορέψουν, όχι επαγγελματίες απαραίτητα.
Προσφέραμε από τότε μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες στην Αγορά της Κυψέλης, κι αυτό το είχε μάθει, εκεί λοιπόν σκέφτηκε να ρωτήσει αν κάποιος ενδιαφερόταν να χορέψει μαζί της. Μιλήσαμε στους μαθητές και τις μαθήτριές μας, εξήγησε κι η ίδια τι ήθελε, πολλοί θα ήθελαν να δοκιμάσουν, όλοι ντρέπονταν. Παροτρύναμε τους μαθητές να ξεπεράσουν τη συστολή τους, τελικά, μετά από αρκετές προσπάθειες πήγαν αρκετοί στην ομάδα της Δέσποινας- Σοφίας και είδαμε στην Αγορά, λίγους μήνες μετά, μια πολύ ωραία παράσταση με θέμα το πέρασμα από τη χώρα τους στη δική μας. Την ίδια την ιστορία τους δηλαδή, εκφρασμένη από κινήσεις που έμαθαν να κάνουν, ή ανακάλυψαν και εμπιστεύτηκαν μόνοι τους. Ήταν μεγάλη πρόοδος για τα παιδιά αυτά που φοβούνταν ν' ανοίξουν το στόμα τους να μιλήσουν, και βέβαια η σωστότερη προσέγγιση, αφού με τη γλώσσα του σώματος εκφράζονταν πολύ καλύτερα, έχοντας την ευκαιρία να αποταθούν στην ταλαντούχα χορογράφο που ήξερε να καταλαβαίνει και να αναδεικνύει.
Κι ύστερα πολλοί απ' αυτούς συνέχισαν την προσπάθεια να μάθουν χορό και χορευτική έκφραση με διάφορους τρόπους, και μερικοί τα κατάφεραν εξαιρετικά. Και να, που την Τρίτη το βράδυ μπορέσαμε να δούμε δύο απ' αυτούς στην παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών A quiet voice, σε σκηνοθεσία της αλβανίδας χορογράφου Ερμίρα Γκόρο, που είχε θέμα πάλι, κατά κάποιο τρόπο, αυτό το πέρασμα. Αυτή τη σκληρή ιστορία που ζουν προσπαθώντας να φτάσουν, να ζήσουν και να δουλέψουν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη οι πρόφυγες και οι μετανάστες, και που τη ζούμε εμείς πεισματικά από την άλλη μπάντα, ως αμυνόμενοι σε εισβολείς.
H παράσταση ήταν εξαιρετική, κι ήταν όπως έλεγε ο τίτλος της: Μια ήσυχη φωνή. Χωρίς κραυγές, χωρίς ούτε μια στιγμή ευκολίας ή κοινοτοπίας, τα σώματα των ανθρώπων είπαν όλη την ιστορία τους κι όχι μόνο τη δική τους, χωρίς τη χρήση ούτε μιας κατανοητής λέξης. Ίσως υπήρχαν μαγικά ξόρκια που επένδυαν τη μουσική του Κυπουργού, άλλο μαγικό έργο, θα έπαιρνα όρκο ότι ήταν κάποια βαλκανικά ή αφρικανικά φολκλόρ μπερδεμένα με την αφέλεια τολμηρού παιδιού. Κι όλ' αυτά χωρίς καν ξεκάθαρες αναφορές σε εικόνες μετανάστευσης. Το θέμα είναι τόσο δραματικό που καλλιτεχνικά στήνει παγίδες εύκολης συγκίνησης, κι όμως στην παράσταση αυτή ήταν σα να το αντιμετώπιζες πρώτη φορά, να ανακάλυπτες πρώτη φορά αυτό που ζεις δίπλα του μια ζωή και το αγνοείς.
Δεν ξέρω πού να κατατάξω το έργο, στο μοντέρνο χορό, σε κάτι άλλο; Ίσως οι θεατές που γέμισαν την αίθουσα και τις δυο βραδιές και χειροκρότησαν θερμά για πολλή ώρα, όλοι αυτοί οι νέοι που, αρέσει δεν αρέσει, ήδη διαμορφώνουν την πολυεθνική πρωτεύουσα, να ξέρουν περισσότερα.
Εμένα με πλημμύριζε συγκίνηση, να βλέπω ανάμεσα στους χορευτές τους παλιούς μαθητές μου, να αναπτύσσουν στη μεγάλη σκηνή το ταλέντο της παρουσίας τους, να καμαρώνω τις κινήσεις τους, την έμφυτη και την επίκτητη αρμονία τους, να αναλογίζομαι την πορεία που κατάφεραν να διανύσουν, τόσο διαφορετική από άλλων συντρόφων τους που ακόμα δεν βρίσκουν μέσα έκφρασης, και τόσο ίδια με όλων βέβαια αφού ακόμα δουλεύουν στις πιο βαριές κι ανθυγιεινές δουλειές. Ανήκουν πια στο δυναμικό της (αθηναϊκής; ελληνικής; ευρωπαϊκής; παγκόσμιας;) τέχνης, κι αυτό χάρις στην Ελληνοαμερικανίδα Δέσποινα -Σοφία που τους είχε αναζητήσει πριν πέντε χρόνια, και χάρις στο Σχολείο της Αγοράς όπου μπόρεσε να έρθει να τους συναντήσει. (Και χάρις σ' εμάς τις δασκάλες που πιέζαμε να δοκιμάσουν. Να τα λέμε κι αυτά!)
Κάπου διάβασα ότι το Φεστιβάλ Αθηνών επειδή φέτος προσπαθεί να κάνει οικονομία, στρέφεται περισσότερο προς τις ντόπιες δυνάμεις. Κι έτσι ανακαλύπτουμε πράγματα που μπορεί να χάνουμε ενώ βρίσκονται δίπλα μας, και ζουν ανάμεσά μας, αλλά δεν βρίσκουν τρόπο να μας προσεγγίσουν. Ένα τέτοιο ρόλο αν καταφέρει να παίξει το Φεστιβάλ Αθηνών, με τόλμη και φαντασία, χαλάλι όλα τα διεθνή αστέρια που μπορούμε να τα βλέπουμε και στις οθόνες.
Προσφέραμε από τότε μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες στην Αγορά της Κυψέλης, κι αυτό το είχε μάθει, εκεί λοιπόν σκέφτηκε να ρωτήσει αν κάποιος ενδιαφερόταν να χορέψει μαζί της. Μιλήσαμε στους μαθητές και τις μαθήτριές μας, εξήγησε κι η ίδια τι ήθελε, πολλοί θα ήθελαν να δοκιμάσουν, όλοι ντρέπονταν. Παροτρύναμε τους μαθητές να ξεπεράσουν τη συστολή τους, τελικά, μετά από αρκετές προσπάθειες πήγαν αρκετοί στην ομάδα της Δέσποινας- Σοφίας και είδαμε στην Αγορά, λίγους μήνες μετά, μια πολύ ωραία παράσταση με θέμα το πέρασμα από τη χώρα τους στη δική μας. Την ίδια την ιστορία τους δηλαδή, εκφρασμένη από κινήσεις που έμαθαν να κάνουν, ή ανακάλυψαν και εμπιστεύτηκαν μόνοι τους. Ήταν μεγάλη πρόοδος για τα παιδιά αυτά που φοβούνταν ν' ανοίξουν το στόμα τους να μιλήσουν, και βέβαια η σωστότερη προσέγγιση, αφού με τη γλώσσα του σώματος εκφράζονταν πολύ καλύτερα, έχοντας την ευκαιρία να αποταθούν στην ταλαντούχα χορογράφο που ήξερε να καταλαβαίνει και να αναδεικνύει.
Κι ύστερα πολλοί απ' αυτούς συνέχισαν την προσπάθεια να μάθουν χορό και χορευτική έκφραση με διάφορους τρόπους, και μερικοί τα κατάφεραν εξαιρετικά. Και να, που την Τρίτη το βράδυ μπορέσαμε να δούμε δύο απ' αυτούς στην παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών A quiet voice, σε σκηνοθεσία της αλβανίδας χορογράφου Ερμίρα Γκόρο, που είχε θέμα πάλι, κατά κάποιο τρόπο, αυτό το πέρασμα. Αυτή τη σκληρή ιστορία που ζουν προσπαθώντας να φτάσουν, να ζήσουν και να δουλέψουν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη οι πρόφυγες και οι μετανάστες, και που τη ζούμε εμείς πεισματικά από την άλλη μπάντα, ως αμυνόμενοι σε εισβολείς.
H παράσταση ήταν εξαιρετική, κι ήταν όπως έλεγε ο τίτλος της: Μια ήσυχη φωνή. Χωρίς κραυγές, χωρίς ούτε μια στιγμή ευκολίας ή κοινοτοπίας, τα σώματα των ανθρώπων είπαν όλη την ιστορία τους κι όχι μόνο τη δική τους, χωρίς τη χρήση ούτε μιας κατανοητής λέξης. Ίσως υπήρχαν μαγικά ξόρκια που επένδυαν τη μουσική του Κυπουργού, άλλο μαγικό έργο, θα έπαιρνα όρκο ότι ήταν κάποια βαλκανικά ή αφρικανικά φολκλόρ μπερδεμένα με την αφέλεια τολμηρού παιδιού. Κι όλ' αυτά χωρίς καν ξεκάθαρες αναφορές σε εικόνες μετανάστευσης. Το θέμα είναι τόσο δραματικό που καλλιτεχνικά στήνει παγίδες εύκολης συγκίνησης, κι όμως στην παράσταση αυτή ήταν σα να το αντιμετώπιζες πρώτη φορά, να ανακάλυπτες πρώτη φορά αυτό που ζεις δίπλα του μια ζωή και το αγνοείς.
Δεν ξέρω πού να κατατάξω το έργο, στο μοντέρνο χορό, σε κάτι άλλο; Ίσως οι θεατές που γέμισαν την αίθουσα και τις δυο βραδιές και χειροκρότησαν θερμά για πολλή ώρα, όλοι αυτοί οι νέοι που, αρέσει δεν αρέσει, ήδη διαμορφώνουν την πολυεθνική πρωτεύουσα, να ξέρουν περισσότερα.
Εμένα με πλημμύριζε συγκίνηση, να βλέπω ανάμεσα στους χορευτές τους παλιούς μαθητές μου, να αναπτύσσουν στη μεγάλη σκηνή το ταλέντο της παρουσίας τους, να καμαρώνω τις κινήσεις τους, την έμφυτη και την επίκτητη αρμονία τους, να αναλογίζομαι την πορεία που κατάφεραν να διανύσουν, τόσο διαφορετική από άλλων συντρόφων τους που ακόμα δεν βρίσκουν μέσα έκφρασης, και τόσο ίδια με όλων βέβαια αφού ακόμα δουλεύουν στις πιο βαριές κι ανθυγιεινές δουλειές. Ανήκουν πια στο δυναμικό της (αθηναϊκής; ελληνικής; ευρωπαϊκής; παγκόσμιας;) τέχνης, κι αυτό χάρις στην Ελληνοαμερικανίδα Δέσποινα -Σοφία που τους είχε αναζητήσει πριν πέντε χρόνια, και χάρις στο Σχολείο της Αγοράς όπου μπόρεσε να έρθει να τους συναντήσει. (Και χάρις σ' εμάς τις δασκάλες που πιέζαμε να δοκιμάσουν. Να τα λέμε κι αυτά!)
Κάπου διάβασα ότι το Φεστιβάλ Αθηνών επειδή φέτος προσπαθεί να κάνει οικονομία, στρέφεται περισσότερο προς τις ντόπιες δυνάμεις. Κι έτσι ανακαλύπτουμε πράγματα που μπορεί να χάνουμε ενώ βρίσκονται δίπλα μας, και ζουν ανάμεσά μας, αλλά δεν βρίσκουν τρόπο να μας προσεγγίσουν. Ένα τέτοιο ρόλο αν καταφέρει να παίξει το Φεστιβάλ Αθηνών, με τόλμη και φαντασία, χαλάλι όλα τα διεθνή αστέρια που μπορούμε να τα βλέπουμε και στις οθόνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου