Στην Ευριπίδου πήγα για μπαχαρικά, και βρέθηκα να φλερτάρω άλλα
πράγματα. Μεσημέριαζε, φόρτωναν και ξεφόρτωναν τα μαγαζιά, κουρασμένοι
οι πελάτες και οι πωλητές έτρεχαν και σκόνταφταν παντού, στα απίθανα
αντικείμενα που εκτίθενται και κυκλοφορούν εκεί πέρα. Στάθηκα απέναντι
από το μαγαζί με τα σουτζούκια, ζύγιζα το θέμα, να πάρω ή να μην πάρω;
Καθώς στοχαζόμουν σήκωσα το κεφάλι κι είδα πάνω από το μαγαζί ακόμα έναν
όροφο με τον τοίχο φτιαγμένο κήπο.
Μήπως δεν έβλεπα καλά; Τεχνική ακριβή και σπάνια αυτή, δεν θυμάμαι να υπάρχει αλλού στην Αθήνα. Ανθισμένες ταράτσες ναι, υπάρχουν μερακλήδες που φτιάχνουν, αλλά ανθισμένο, μάλλον φυτεμένο τοίχο μόνο στο Παρίσι έχω πετύχει, κι εκεί σε μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Αρχισα να ψάχνω το κινητό να βγάλω φωτογραφία. Πριν το ψαρέψω από την τσάντα, ένα ζευγάρι Γάλλων σταματά δίπλα μου. Κοιτούσαν κι αυτοί απέναντι, ψάχνονταν.
-«Απίθανο δεν είναι;» ρωτάει η γυναίκα, κι όπως άκουσα καθαρά την κουβέντα, ανακατεύτηκα κι εγώ. «Μοναδικό», τους είπα, «καταπληκτικό, σπάνιο». Πιάσαμε κουβέντα, κι ύστερα κατάλαβα ότι δεν τους είχε εντυπωσιάσει ο τοίχος, δεν τον είχαν καν προσέξει, αλλά τα σουτζούκια και οι παστουρμάδες. Αυτά ήθελαν να βγάλουν φωτογραφία.
-«Να τα βγάλετε, αλλά κυρίως να πάτε ν' αγοράσετε», άρχισα εγώ τη διαφήμιση. «Δεν υπάρχει τίποτε τόσο γνήσιο, τόσο ιδιαίτερο και σπάνιο, τόσο παραδοσιακό…» σκάλιζα τη μνήμη μου, το γαλλικό μου λεξιλόγιο, να βρω λέξεις να περιγράψω. Παλιά συνταγή, ανατολίτικη, με κρέας εκλεκτής ποιότητας, μισό αρνίσιο, μισό βοδινό, ή μήπως ήταν χοιρινό;
Γιατί δεν τη σημείωσα τη συνταγή όταν μου την είχε πει ο πατέρας μου; Τόσο σίγουρο τον είχα, ότι θα βρίσκεται πάντα κοντά μας και κάθε χρόνο θα φτιάχνει τα σουτζούκια του αγοράζοντας ο ίδιος το άπαχο κρέας, περνώντας τον κιμά από τη δική του μηχανή, πλένοντας τα έντερα με τα χεράκια του, ανακατεύοντας τα μπαχαρικά κι ύστερα γεμίζοντας και στριμώχνοντας, και ξεραίνοντας σε δυο φάσεις στον αέρα τα σουτζούκια του, τα οποία ενδιαμέσως τα πατίκωνε με τους τόμους του «Νομικού Βήματος» και των «Ποινικών Χρονικών».
Δεν μπορώ να τα πω όλ' αυτά στους Γάλλους. Δεν μπορώ να εξηγήσω ότι κάθε φορά που πλησιάζω αυτές τις γραφικές σειρές κρεμασμένων αλλαντικών με τρώει η προσδοκία και η αμφιβολία. Θα ξαναβρώ την αγαπημένη γεύση ή θα είναι στο περίπου, όπως κάθε φορά; Θα γίνει το θαύμα κάποτε; Βρίσκω όμως όρεξη να παινέψω τα προϊόντα του μαγαζιού σαν να είναι δικό μου, τόσο που θα σκέφτηκαν ότι έκανα τον κράχτη. Και δώσ' του να μου φέρνουν αντιρρήσεις, μήπως δεν διατηρούνται καλά; Μήπως είναι πολύ πικάντικα; Ε, δεν τα λες και παιδική τροφή, ωστόσο εμείς τα τρώγαμε πριν βγάλουμε δόντια. «Μα δεν είστε Γαλλίδα;» «Οχι δα, ο πατέρας μας βέβαια μας έμαθε από μικρά γαλλικά. Γαλλικά και σουτζούκια, θα ανακαλύψετε πόσο ταιριάζουν».
Δεν ξέρω αν τους έπεισα. Φωτογράφησαν εκείνοι τα αλλαντικά κι εγώ τον κρεμαστό κήπο της Ευριπίδου. Για το χατίρι του θα κάνω σκόντο στις γευστικές απαιτήσεις, θα αγοράζω από κει σουτζούκια. Τουλάχιστον, μέχρι να μάθω να τα φτιάχνω μόνη μου.
Μήπως δεν έβλεπα καλά; Τεχνική ακριβή και σπάνια αυτή, δεν θυμάμαι να υπάρχει αλλού στην Αθήνα. Ανθισμένες ταράτσες ναι, υπάρχουν μερακλήδες που φτιάχνουν, αλλά ανθισμένο, μάλλον φυτεμένο τοίχο μόνο στο Παρίσι έχω πετύχει, κι εκεί σε μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Αρχισα να ψάχνω το κινητό να βγάλω φωτογραφία. Πριν το ψαρέψω από την τσάντα, ένα ζευγάρι Γάλλων σταματά δίπλα μου. Κοιτούσαν κι αυτοί απέναντι, ψάχνονταν.
-«Απίθανο δεν είναι;» ρωτάει η γυναίκα, κι όπως άκουσα καθαρά την κουβέντα, ανακατεύτηκα κι εγώ. «Μοναδικό», τους είπα, «καταπληκτικό, σπάνιο». Πιάσαμε κουβέντα, κι ύστερα κατάλαβα ότι δεν τους είχε εντυπωσιάσει ο τοίχος, δεν τον είχαν καν προσέξει, αλλά τα σουτζούκια και οι παστουρμάδες. Αυτά ήθελαν να βγάλουν φωτογραφία.
-«Να τα βγάλετε, αλλά κυρίως να πάτε ν' αγοράσετε», άρχισα εγώ τη διαφήμιση. «Δεν υπάρχει τίποτε τόσο γνήσιο, τόσο ιδιαίτερο και σπάνιο, τόσο παραδοσιακό…» σκάλιζα τη μνήμη μου, το γαλλικό μου λεξιλόγιο, να βρω λέξεις να περιγράψω. Παλιά συνταγή, ανατολίτικη, με κρέας εκλεκτής ποιότητας, μισό αρνίσιο, μισό βοδινό, ή μήπως ήταν χοιρινό;
Γιατί δεν τη σημείωσα τη συνταγή όταν μου την είχε πει ο πατέρας μου; Τόσο σίγουρο τον είχα, ότι θα βρίσκεται πάντα κοντά μας και κάθε χρόνο θα φτιάχνει τα σουτζούκια του αγοράζοντας ο ίδιος το άπαχο κρέας, περνώντας τον κιμά από τη δική του μηχανή, πλένοντας τα έντερα με τα χεράκια του, ανακατεύοντας τα μπαχαρικά κι ύστερα γεμίζοντας και στριμώχνοντας, και ξεραίνοντας σε δυο φάσεις στον αέρα τα σουτζούκια του, τα οποία ενδιαμέσως τα πατίκωνε με τους τόμους του «Νομικού Βήματος» και των «Ποινικών Χρονικών».
Δεν μπορώ να τα πω όλ' αυτά στους Γάλλους. Δεν μπορώ να εξηγήσω ότι κάθε φορά που πλησιάζω αυτές τις γραφικές σειρές κρεμασμένων αλλαντικών με τρώει η προσδοκία και η αμφιβολία. Θα ξαναβρώ την αγαπημένη γεύση ή θα είναι στο περίπου, όπως κάθε φορά; Θα γίνει το θαύμα κάποτε; Βρίσκω όμως όρεξη να παινέψω τα προϊόντα του μαγαζιού σαν να είναι δικό μου, τόσο που θα σκέφτηκαν ότι έκανα τον κράχτη. Και δώσ' του να μου φέρνουν αντιρρήσεις, μήπως δεν διατηρούνται καλά; Μήπως είναι πολύ πικάντικα; Ε, δεν τα λες και παιδική τροφή, ωστόσο εμείς τα τρώγαμε πριν βγάλουμε δόντια. «Μα δεν είστε Γαλλίδα;» «Οχι δα, ο πατέρας μας βέβαια μας έμαθε από μικρά γαλλικά. Γαλλικά και σουτζούκια, θα ανακαλύψετε πόσο ταιριάζουν».
Δεν ξέρω αν τους έπεισα. Φωτογράφησαν εκείνοι τα αλλαντικά κι εγώ τον κρεμαστό κήπο της Ευριπίδου. Για το χατίρι του θα κάνω σκόντο στις γευστικές απαιτήσεις, θα αγοράζω από κει σουτζούκια. Τουλάχιστον, μέχρι να μάθω να τα φτιάχνω μόνη μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου