Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα μπορείς να ξεγελάσεις ένα δέντρο. Ας πούμε αυτή τη φλαμουριά, τη φέραμε μικρή σε γλάστρα απ' το φυτώριο, ένα λιανοκλαδάκι, και κοίτα τη πώς έγινε. Νομίζει πως βρίσκεται σε δάσος, προφανώς, κάπου στο Μέλανα Δρυμό, σε κάτι βόρειο, δεν υποπτεύεται πως είναι απλώς σε κήπο εξοχικού στο Πήλιο. Θα περιμένει να δει τίποτε νύμφες να χορεύουνε, κι αντ' αυτού βλέπει εμάς στις πλιάν πολυθρόνες ν' ανοίγουμε τα λάπτοπ. Ποιος ξέρει τι νομίζει. Της βάλαμε δίπλα και μια βρύση, κολλημένη πέτρα στο φράχτη δηλαδή και νερό του δικτύου, αλλά αυτή θα τη θεωρεί αληθινή πηγή, και θα σου λέει: "Εδώ είμαστε!
Στη βρύση τη βουνίσια
Σιμά στη φλαμουριά
Τώρα θα περιμένει και το Σούμπερτ να της παίξει πιάνο. Αλλιώς δεν εξηγείται. Κάπου βρίσκει αυταπάτες και κίνητρα κι έχει γίνει τεράστια, ξεπέρασε το σπίτι, σε λίγο θα το καλύψει με τα κλαριά της, έτσι που πάει μην το ρίξει κιόλας.
Κι η ρίζα πού βυθίζεται, ήθελα να ξέρω. Εδώ από κάτω βρίσκεται το πέτρινο υλικό του παλιού σπιτιού που δεν καταφέραμε να ανασύρουμε. Πέτρα πάνω στην πέτρα, απλωνόταν γύρω -γύρω σ' αυτό το χώρο που τώρα εμείς έχουμε κήπο. Το γκρέμισαν με το σεισμό, φέρανε μπουλντόζες και του πέρασαν καλώδια συρμάτινα πελώρια, χοντρά σαν το μπράτσο μου, λέει ο γείτονας, το τράβηξαν να πέσει γιατί ήταν ακατάλληλο. Ακατάλληλο για ανηλίκους και για ενηλίκους, έπρεπε να γκρεμιστεί. Σ' αυτή τη σωριασμένη πέτρα βρήκε κι απλώθηκε η ρίζα της φλαμουριάς. Τι συναντάει εκεί κάτω καθώς προχωράει όλο και βαθύτερα, ποτέ δεν θα το φανταστούμε.
Στο μεταξύ απλώνεται ημισφαιρικά, ο κορμός ίσιος με το χάρακα, τα κλαδιά μελετημένες αναλογίες, περιμένει το πρώτο βραβείο συμμετρίας της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας της Βιέννης, ή κάτι τέτοιο. Την άνοιξη παράγει τίλιο, που θα πει ανθίζει δήθεν, με κάτι μικρούτσικα τσαμπιά, κάτι κίτρινα λουλουδάκια που κρέμονται κι ολημερίς όσο κρατάνε αναδίδουν μια βαριά τόσο λιγωτική μυρωδιά που νομίζεις ότι θα λιποθυμήσεις. Αυτή θα το νομίζει δηλαδή, πως θα μας ρίξει κάτω, γονατιστούς να την προσκυνήσουμε για το θαύμα της να βγάζει τόσο τίλιο, και κάτι αρωματικές κορώνες τα μεσημέρια, κάτι οργιώδη κύματα οσφρητικής επίθεσης που σχεδόν ακούς τη χαιρεκακία της, να τι τραβάτε που με ξεγελάσατε και με φέρατε εδώ πέρα. Άσχετοι αθηναίοι, και σας βλέπω πάλι με βαλίτσες να ετοιμάζεστε, πάλι να φύγετε, πού θα πάτε; Αντί να κάθεστε εδώ να με λιβανίζετε και να με παρηγορείτε, που δεν έχω οικογένεια, δεν έχω δάσος, δεν έχω πανίδα και άξια χλωρίδα να με συντροφεύει, ξεκινάτε να πάτε πού; Πότε θα φέρετε το πιάνο να παίξετε λίγο Σούμπερτ τουλάχιστον, στοιχειώδη πράγματα ζητάω...
Βαρύς ο τίλιος, λέει ο γείτονας, που της δίνει αρσενικό όνομα, ο τίλιος, και την αντιμετωπίζει πρακτικά, ανεβαίνει, το μαζεύει, το ξεραίνει, και έχει το τίλιο για να πίνει το χειμώνα και να κοιμάται γλυκά. Αλλά πόσο να μαζέψει; Εδώ έχουμε παραγωγή για να κοιμίσουμε ολόκληρη τη χώρα. Όπως με κοιμίσατε θα σας κοιμίσω, λέει σιωπηλά το ζουζούνισμα του καλοκαιριού κάτω απο τη φυλλωσιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου