Για όλα φταίει η
πέρκα. Είναι το πιο συνηθισμένο ψάρι και μαζί το πιο εντυπωσιακό. Τη συναντάς
πρώτη και καλύτερη μόλις βάλεις μάσκα. Είναι τιγρέ. Φτιαγμένη να κρύβεται μέσα
στα ψηλά φύκια όπως η τίγρη μέσα στη ζούγκλα, στα βράχια όπως η τίγρη μέσα στη
στέπα. Στο σώμα οι γραμμές είναι κάθετες, στο κεφάλι γίνονται οριζόντιες και
λοξές, το κάνουν ακόμα πιο φαντασμαγορικό.
Την κοιτάζω
μαγεμένη από την ομορφιά της, εκείνη μένει ακίνητη από φόβο. Για τον ψαρά δεν
είναι παρά ένα απλό πετρόψαρο, δεύτερης κατηγορίας, κατάλληλο για σούπα.
Σε λίγα
δευτερόλεπτα εμφανίζεται ανάμεσα στις πέτρες και στα φύκια δεύτερο είδος, με
πράσινες και πορτοκαλί ρίγες που στο κεφάλι επίσης αλλάζουν σχέδιο. Αυτό πώς να
το λένε; Το παρακολουθώ κάμποση ώρα, ύστερα θυμάμαι το όνομα: γύλος! Το
υπέροχο, εξωτικό, πολύχρωμο ψαράκι έχει τέτοιο αδιάφορο όνομα. Δεν είναι
αδικία; Υποτίθεται μάλιστα ότι μας γελά και το δόλωμα χαλά, έτσι λέει το
ποιηματάκι:
Πέρκα είμαι, πιάνομαι
Χάνος είμαι,
χάνομαι
Γύλος είμαι, σε
γελώ
Και το δόλωμα
χαλώ
Στα βαθύτερα νερά
τα πετρόψαρα δίνουν τη θέση τους σε ψάρια λιγότερο πολύχρωμα. Είναι απλώς
ασημένια, μερικά με κύκλους γύρω από τα μάτια, λόγω της έντονης ζωής που κάνουν
ίσως, άλλα με μια γραμμή στην ουρά. Περνά ένα κοπάδι κεφαλόπουλα, να κάτι που
αναγνωρίζω. Τέτοια ψάρια έχω ψαρέψει, με καλάμι, όταν ήμουν παιδί. Είχα μάθει
να δολώνω, να πετάω και να νιώθω το τίναγμα του ψαριού, μπορούσα επίσης πολύ
άνετα να ξαγκιστρώνω τα θύματά μου, πράγμα που με εκπλήσσει όταν το σκέφτομαι.
Τώρα πια δεν μπορώ ούτε καν να βλέπω άλλον να το κάνει.
Συναντώ, κολυμπώντας
πιο ανοιχτά με τη μάσκα, σιωπηλές καλόγριες που ανοιγοκλείνουν τις ψαλιδωτές
ουρές. Όλα τα ψάρια είναι σιωπηλά, αλλά αυτά έχουν κάτι το ιδιαίτερο στη σιωπή
τους, κάτι στην κίνηση, ή μάλλον στην ακινησία. Μόνο η ουρά ανοιγοκλείνει κι
έτσι προχωρούν. Το όνομα «καλογριά» αγνοεί απολύτως την ψαλιδωτή αυτή κίνηση.
Κάτω στην άμμο
κάτι μικρούτσικα μπαρμπουνάκια σκάβουν θυμωμένα με τα μουστάκια τους. Πολύ
μικρά για το όνομα «μπαρμπούνι». Προφανώς δεν προλαβαίνουν να μεγαλώσουν, ή
μόλις φτάσουν τα τέσσερα εκατοστά βγαίνουν λίγο πιο ανοιχτά και τα μαζεύουν οι
τράτες. Οι μικροί αυτοί κληρονόμοι του τεράστιου ονόματος «μπαρμπούνι» να
ξέρουν πόσο ελάχιστες πιθανότητες έχουν να ενηλικιωθούν;
Ένα μεγαλύτερο ψάρι
κουτουλάει στην άμμο. Ιδέα δεν έχω πώς λέγεται. Αναγνωρίζω ένα κοπάδι ζαργάνες.
Από τα δέκα είδη που είδα ονοματίζω τα μισά. Όσο περνάει η ώρα το ποσοστό
μικραίνει.
Το βράδυ, στο
σπίτι, ψάχνω στο διαδίκτυο. Βρίσκω λίστες με ονόματα, ελληνικά, λατινικά και
αγγλικά, αλλά χωρίς εικόνες ή σημάδια αναγνώρισης.
Αγαθίτης,
αγκαθόψαρο, αγλανιός, αγνάφισκος. Δεν γίνεται δουλειά έτσι, χρειάζομαι
φωτογραφίες. Στο διαδίκτυο μοιάζουμε
πολύ με βουτηχτές, ας λέμε ότι σερφάρουμε.
Δεν τρέχουμε στην επιφάνεια, βουτάμε το κεφάλι στο νερό με μάσκα και
αναπνευστήρα. Δεν υπάρχει ρήμα γι αυτό. Για φτιάξτε κάτι εσείς οι
γλωσσοπλάστες.
Μετά από μερικές
βουτιές βρήκα έναν ερασιτέχνη ψαρά και φωτογράφο. Μετά την παράθεση των ψαριών,
είχε μια φωτογραφία του χεριού του τυλιγμένου με ένα χταπόδι. Το έπιασε, έγραφε, κι ύστερα το άφησε
ξανά, επειδή ήταν μικρό. Οι βεντουζίτσες του χταποδιού στα χέρια του ανθρώπου
σε μια στιγμή απλής γνωριμίας που δεν εξελίχτηκε σε φάγωμα, μου φάνηκαν πιο
συγκινητικές από όλες τις πόζες γατιών που έχω δει στο διαδίκτυο αφότου
υπάρχει.
Δεν μπορώ να
πιάσω χταπόδι, μικρό ή μεγάλο. Θα κοιτάζω απλώς τα ψάρια, θα μεταδίδω τη σκέψη
μου: «Σε λένε μπαλά. Λατινικά, Pagellus bogaraveo » θα λέω.
Τα ψάρια δεν έχουν
δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό βέβαια. Ίσως να προτιμούσαν τις επιστημονικές,
λατινικές ονομασίες. Είναι μεγαλόπρεπες,
δεν μαθαίνονται εύκολα, βοηθούν να κρατιούνται οι απαραίτητες αποστάσεις.
Το λινκ της φωτογραφίας http://www.aquaworld-crete.com/fishgr.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου