Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

To πεπρωμένο της όπερας

Μου αρέσει η όπερα, πηγαίνω πάντα με λαχτάρα στην αίθουσα της Λυρικής, της παλιάς και της καινούργιας, αφού έχω βγάλει εισιτήρια αμέσως μόλις ανοίγει η προπώληση. Τρέχω, κυριολεκτικά τρέχω στον πεζόδρομο που πάει από το Γκάζι στο Φάληρο, συνδυάζω την έξοδο με γυμναστική σα να λέμε, κάνω τη διαδρομή γεμάτη προσδοκία. Θεωρώ πως τα τελευταία χρόνια το επίπεδο των μουσικών και των τραγουδιστών ανεβαίνει, πάντα άψογος δημιουργείται στις αίθουσες ο ήχος, είμαστε προνομιούχοι που σε σχετικά προσιτές τιμές μπορούμε στην Αθήνα να απολαμβάνουμε το είδος στα καλύτερα του. Ωστόσο, μέσα στην τρεχάλα και την προσδοκία καραδοκεί ένας μικρούλης φόβος, φόβος για τη σκηνοθεσία. Είναι το πεπρωμένο της όπερας ως είδους τα τελευταία χρόνια να υπόκειται σε διάφορες ιδέες σκηνοθετών που κάτι θέλουν να δείξουν βαθύτερο από την πλοκή που η ίδια η όπερα διαθέτει, κάτι πιο διαχρονικό, κάτι πιο βαθύ, κάτι πιο εκτός χρόνου και τόπου, πανανθρώπινο βεβαίως, κάτι που θα μας ευαισθητοποιήσει περισσότερο από την ίδια τη μουσική, την άρια, τη συγκίνηση που μπορεί να προκαλέσει. Κι έτσι βλέπουμε σκηνικά περίεργα και κοστούμια αναχρονιστικά και διάφορες επεμβάσεις εικόνας που τονίζουν το μήνυμα που θέλει να δώσει ο σκηνοθέτης. Ας πούμε στα παραμύθια του Χόφμαν υπήρχε προβολή σε γιγαντοοθόνες σκηνών από κάτι σαν ιδεατό πορνείο (λέω εγώ ιδεατό, γιατί δεν νομίζω ότι υπάρχουν τέτοια πορνεία, αλλά δεν είμαι και ειδική) με γκρο πλαν μελών γυναικείων σωμάτων στολισμένων με τα παραδοσιακά αξεσουάρ, τύπου φτερά στρουθοκαμήλου, μαύρα αποκαλυπτικά εσώρουχα και δεν συμμαζεύεται. Έκλεινα τα μάτια και άκουγα τη μουσική, αλλά όσο νάναι, δυσκολεύτηκα στην παρακολούθηση. Εντάξει, υπάρχει η ιστορία, το παραμύθι μάλλον του Χόφμαν, με την courtisane, αλλά δεν χρειαζόταν να μας περιλούζουν με τόσο γκροπλαν, θεωρώ προσωπικά. Όι σκηνοθέτες όπερας μας επιφυλάσσουν πλέον καταστάσεις μπρεχτικές στις παραστάσεις. Μας χαρίζουν παραξένισμα και δεν αρκούνται σε ένα ή δυο. Στη Μποέμ ήταν πολύ παράξενο που για να ζεσταθούν οι παριζιάνοι καλλιτέχνες στη σοφίτα τους αποφάσισε ο ποιητής να κάψει το χειρόγραφό του πετώντας το κατευθείαν στο πάτωμα. Βέβαια, ανέβηκε το σασπένς, θα πάρει φωτιά το σκηνικό, δεν θα πάρει; Δεν πήρε. Καλή δουλειά είχε κάνει ο σκηνογράφος. Στη δεύτερη πράξη ένα κοτετσόσυρμα όριζε δυο χώρους που στάθηκε αδύνατον να καταλάβω τι ακριβώς ήταν, ή τι συμβόλιζαν, κρίμα. Στη δε τελευταία σκηνή, όταν η Μιμή λίγο πριν πεθάνει ζητάει ένα μανσόν να ζεστάνει τα χεράκια της και αποφασίζει ένας από την παρέα των μποέμ να πουλήσει το παλτό του για να της το αγοράσουν, εμφανίζεται δε σε λίγο με ένα Αγιοβασιλιάτικο σκουφί από αυτά τα απολύτως ψεύτικα, και της το δίνει για μανσόν, εκεί νομίζω το’πιασα το υπονοούμενο: κάτι για τον πληθωρισμό ήθελε να πει, πουλάς παλτό κι αγοράζεις χάρτινο παιδικό σκουφάκι. Η «Δύναμη του πεπρωμένου» με μπέρδεψε ακόμα πιο πολύ. Στην ιστορία υπάρχει ένας πατέρας μ’ ένα γιο και μια κόρη, η πλοκή στηρίζεται σε αυτή τη σχέση. Στο πρόγραμμα πληροφορούμαστε ότι η παράσταση θέλει να περάσει αντιπολεμικό μήνυμα, γι αυτό μεταφέρεται στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, που ήταν χειρότερος από τους άλλους (ή καλύτερος, πάρτε το όπως θέλετε). Εντάξει, αλλά γιατί ο πατέρας από μαρκήσιος γίνεται στην παράσταση καρδινάλιος; Οι καρδινάλιοι δεν τεκνοποιούν, από όσο ξέρω. Και τι ήθελε να πει το βιντεάκι της εισαγωγής, με τη γυναίκα που κρατούσε αγκαλιά ένα μωρό, ύστερα εμφανίστηκε ένα κοριτσάκι, ύστερα ένας επίσκοπος με κάτι καλογέρους την τράβηξαν με απονιά από τα παιδιά, κι έδωσαν το μωρό στο κοριτσάκι; Είχε κάνει εξώγαμα ο καρδινάλιος; Έτσι είχε αποφασίσει να παρέμβει στην πλοκή η σύγχρονη σκηνοθεσία; Και γιατί άραγε; Τι μήνυμα περιείχε αυτό; Έσπαγα το κεφάλι μου σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, αλλά δεν έβγαλα συμπέρασμα. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στη μουσική, αλλά η απορία με έτρωγε. Παραξένισμα και πάλι παραξένισμα. Είναι φαίνεται το πεπρωμένο της όπερας, δεν μπορεί να ανέβει χωρίς το κατιτίς σε παρέμβαση και άποψη του σκηνοθέτη. Ας πιστεύεις εσύ όσο θέλεις ότι μέσα στην εποχή του το έργο είναι πιο αληθινό, η συγκίνηση πιο πειστική, έχεις ξεπεραστεί από τα γεγονότα και τις τάσεις. Να είσαι ευχαριστημένη που η μουσική δεν αλλάζει, που δεν σκέφτηκε κανείς να βάλει μικρόφωνα στη σκηνή, ή καινούργια όργανα στην ορχήστρα, να κλείνεις τα μάτια και να απολαμβάνεις. Αυτό κάνω βέβαια. Εννοείται. Κι όταν ανεβαίνουν παραστάσεις όπως του Αντρέ Σενιέ, με τους όρθιους γιακάδες της περιόδου της γαλλικής επανάστασης, είμαι ευγνώμων. Δεν είναι ότι θέλω να βλέπω τις όπερες σαν διαρκείς ιεροτελεστίες του ίδιου μύθου, αν και υπάρχει κάτι τέτοιο στο βάθος της σύλληψης τους, της ιδέας που δημιούργησε τις όπερες κατ’ αρχήν. Είναι πως η συγκίνηση που προκαλεί η μουσική, η ανθρώπινη φωνή, αυτά τα μέσα από μόνα τους, είναι τόσο ισχυρή που θα περίμενα και οι σκηνοθέτες πριν μας παραξενίσουν με κάποιο άσχετο εύρημα, να την έχουν νιώσει και να την έχουν σεβαστεί κάπως.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Aς βάλω κι εγώ αυτή τη φωτογραφία, επειδή έτσι όπως την είδα να περνάει στο σημερινό χάζεμα σχεδόν ξανάνιωσα εκείνο το γλυκό ξάφνιασμα που είχα νιώσει τότε, πενήντα χρόνια πριν, όταν ανακάλυψα ότι στ' αλήθεια γεννιόταν φοιτητικό κίνημα. Είχα νιώσει τόση μοναξιά τα πρώτα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής, με είχε πιάσει τέτοια απελπισία, δεν κατάφερνα, στη Θεσσαλονίκη που είχαμε πάει, εκεί είχαμε περάσει, να πέσω πάνω σε έναν άνθρωπο που να μπορούμε να μιλήσουμε πολιτικά χωρίς φόβο. Ποιος θα ήταν, τι καπνό φουμάριζε, κι αν μας κάρφωνε; Που τι θα κάρφωνε δηλαδή, μόνο τις σκέψεις μας. Κι ύστερα σιγά -σιγά, κάτι άρχισε να γίνεται. Βέβαια ήταν στη Θεσσαλονίκη, όπως και στην Αθήνα, κάπως περίεργο, ξεκίνησε από Συλλόγους επαρχιωτών φοιτητών, Σύλλογος Κρητών ας πούμε. Σύλλογος Αθηναίων δεν υπήρχε, όμως πια ήταν ξεκάθαρο πως δεν ήμασταν μόνοι μας. Αυτά που θέλαμε τα ήθελαν κι άλλοι. Ήμασταν η φοιτητιώσα νεολαία! Και τα φοιτητικά αιτήματα έκρυβαν ελάχιστα το πολιτικό αίτημα: Θέλαμε Δημοκρατία! Τι ευτυχία ήταν εκείνη η αίσθηση, ότι ήμασταν επιτέλους πραγματικοί, όχι φαντασίες απομονωμένων κοριτσιών εκτός πραγματικότητας, αλλά πρωτοπορεία ενός κινήματος. Ακόμα ξαφνιάζομαι που το θυμάμαι και το βλέπω στις φωτογραφίες.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Οδός Σπυρίδωνος Τρικούπη

 Όποτε περνάω από τη Σπυρίδωνος Τρικούπη, κάνοντας σλάλομ από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, και αναγκαστικά περνώντας από το δρόμο εκεί που το «διατηρητέο» νεοκλασικό ερείπιο έχει στηριχτεί με σκαλωσιά που καταργεί το πεζοδρόμιο, ονειρεύομαι τον ίδιο τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον πολιτικό της Επανάστασης, να βγαίνει από τον τάφο του και να εμφανίζεται ως πελώριο φάντασμα στο δρόμο που φέρει το όνομα του, να στέκεται στη μέση και να βροντοφωνάζει ότι δεν έκανε την Επανάσταση για να γίνει τέτοιος δρόμος, ότι οι άνθρωποι που αναγκάζονται να κυκλοφορούν έτσι στην πόλη που παριστάνει την πρωτεύουσα του κράτους που έχτισε, αναπτύσσουν χαρακτήρα παθητικό και υποτακτικό, ότι δεν θα ησυχάσει η ψυχή του αν δεν βρουν οι δήμαρχοι τρόπο να κάνουν τα πεζοδρόμια της πόλης άξια των πολιτών. Τέτοια πράγματα.

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, και μέχρι να διατυπώσω τις φράσεις που ακούω στο μυαλό μου, άντε, έφτασα στην πλατεία και κόβω Θεμιστοκλέους, όπου ο επώνυμος στρατηγός δεν μιλάει γιατί έχει φύγει οδοιπόρος για τα Σούσα.



Τις Κυριακές στα Τρίκαλα

Κρύωσε ο καιρός εδώ στο Λονδίνο και καθώς έβγαινα το πρωί και περπατούσα ανάμεσα στα χαμηλά σπιτάκια της γειτονιάς, μου κόλλησε ανεξήγητα σ...