Οταν µε τον πατέρα µου έβγαινα βόλτα στην Αθήνα, η πόλη ήταν γεµάτη θαύµατα. Μου έδειχνε µαγαζιά και µνηµεία, ήξερε ιστορίες για διάφορες γωνιές, εκτιµούσε, παρουσίαζε, πλασάριζε την πόλη στα παιδικά µου µάτια. Πού υπήρχαν τα καλύτερα σουβλάκια, οι καλύτερες τυρόπιτες, τα παριζιάνικα αρώµατα, τα βιβλιοπωλεία και τα καφενεία. Με υποχρέωσε από νήπιο να ξεχωρίζω τη Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήµιο και την Ακαδηµία. Συνήθιζε να γυρίζει σπίτι από το γραφείο κουβαλώντας στο δίχτυ για τα ψώνια διάφορα θαυµάσια πράγµατα από τα κεντρικά µπακάλικα, που η µαµά µου τα κοίταζε όλα στην αρχή µε µισό µάτι.
Εκείνη αντίθετα ήταν πάντα αγχωµένη στις εξόδους. ∆εν εµπιστευόταν τα πρόχειρα φαγητά έξω. Βιαζόταν πάντα, εργαζόµενη γυναίκα γαρ, να γυρίσουµε σπιτάκι µας, να ξεκουραστεί. ∆εν ζητούσε ποτέ να ξεχωρίσω την Ακαδηµία κ.λπ. ∆εν υπήρχε περίπτωση να προτείνει γεύµα µε τα καλύτερα σουβλάκια, τυρόπιτες, οτιδήποτε στον δρόµο. Hξερα ότι θα πηγαίναµε τρέχοντας στη δουλειά µας και τρέχοντας θα γυρίζαµε. ∆εν χαζεύαµε, δεν χασοµερούσαµε, κουβεντιάζαµε ξεκινώντας από αρνητικά σχόλια για τον θόρυβο και το καυσαέριο.
Μια φορά µόνο, περνώντας απ’ την Οµόνοια, ίσως να την είχα ζαλίσει ζητώντας διάφορα, ξαφνικά ρώτησε: «Μήπως θέλεις κάστανα;». Είπα ναι. Ακόµα θυµάµαι την ευτυχία που µε πληµµύρισε γι’ αυτήν τη µικρή επανάσταση στις συνήθειές της. Την υποχώρηση στο φαγητό του δρόµου, εναντίον του οποίου έκανε συνήθως κηρύγµατα. Εφαγα τα νοστιµότερα κάστανα της ζωής µου. Εκείνη την ηµέρα η µαµά µου έσπασε ένα είδος αποχής, κατά κάποιον τρόπο.
Αλλά βέβαια θέλει προσοχή. Αν υποχωρήσεις στα κάστανα µπορεί µετά να σου αρέσουν τα κουλούρια, ύστερα οι τυρόπιτες, τα σουβλάκια, να φτάσεις ώς τα ποπ κορν του σινεµά. Να φτάσεις ακόµα και να απολαµβάνεις τις βόλτες. Οπως συνέβη στη µαµά µου.
Εκείνη αντίθετα ήταν πάντα αγχωµένη στις εξόδους. ∆εν εµπιστευόταν τα πρόχειρα φαγητά έξω. Βιαζόταν πάντα, εργαζόµενη γυναίκα γαρ, να γυρίσουµε σπιτάκι µας, να ξεκουραστεί. ∆εν ζητούσε ποτέ να ξεχωρίσω την Ακαδηµία κ.λπ. ∆εν υπήρχε περίπτωση να προτείνει γεύµα µε τα καλύτερα σουβλάκια, τυρόπιτες, οτιδήποτε στον δρόµο. Hξερα ότι θα πηγαίναµε τρέχοντας στη δουλειά µας και τρέχοντας θα γυρίζαµε. ∆εν χαζεύαµε, δεν χασοµερούσαµε, κουβεντιάζαµε ξεκινώντας από αρνητικά σχόλια για τον θόρυβο και το καυσαέριο.
Μια φορά µόνο, περνώντας απ’ την Οµόνοια, ίσως να την είχα ζαλίσει ζητώντας διάφορα, ξαφνικά ρώτησε: «Μήπως θέλεις κάστανα;». Είπα ναι. Ακόµα θυµάµαι την ευτυχία που µε πληµµύρισε γι’ αυτήν τη µικρή επανάσταση στις συνήθειές της. Την υποχώρηση στο φαγητό του δρόµου, εναντίον του οποίου έκανε συνήθως κηρύγµατα. Εφαγα τα νοστιµότερα κάστανα της ζωής µου. Εκείνη την ηµέρα η µαµά µου έσπασε ένα είδος αποχής, κατά κάποιον τρόπο.
Αλλά βέβαια θέλει προσοχή. Αν υποχωρήσεις στα κάστανα µπορεί µετά να σου αρέσουν τα κουλούρια, ύστερα οι τυρόπιτες, τα σουβλάκια, να φτάσεις ώς τα ποπ κορν του σινεµά. Να φτάσεις ακόµα και να απολαµβάνεις τις βόλτες. Οπως συνέβη στη µαµά µου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου