Μετράω τα χρόνια και βρίσκω πως είναι κιόλας 34 αφότου γνωριστήκαμε με τον κο Τάκη, το γείτονα μας στη Δράκεια. Το σπίτι του ήταν ακριβώς πριν από το δικό μας στον κεντρικό δρόμο, κι έπρεπε να περάσουμε δίπλα του για να βγουμε στο μονοπατάκι του κήπου μας. Καθόταν τα καλοκαίρια με τη γυναίκα του στην αυλή του σπιτιού τους, σε φερφορζέ καρέκλες, κι έπιναν τον καφέ τους, ή το τσίπουρο, αναλόγως, και πάντα μας καλούσαν για καφεδάκι ή μεζέ, και συχνά εγώ πήγαινα, σπανιότερα οι άλλοι της παρέας και της οικογένειας που είχαν τα προγράμματα τους για τις εκδρομές.
Κι έτσι άρχισα σιγά- σιγά να εκτιμώ το αφηγηματικό του ταλέντο, ξεκινώντας στην αρχή τυπικές κουβέντες στις οποίες απαντούσε χρησιμοποιώντας τη γοητευτική θεσσαλική ντοπιολιαλιά. Σταμάτησα να βιάζομαι, σταμάτησα να βαριέμαι, κι έκανα τη σκέψη ότι θα έπρεπε να καταγράψω το λόγο του, όταν άρχιζε ας πούμε να διηγείται το πώς ανέβαινε να δουλέψει στο Σανατόριο του Καραμάνη, μέσα από το μονοπάτι του βουνού, το ίδιο που κι εμείς προσπαθήσαμε να πάρουμε κάποτε, αλλά ποτέ δεν καταφέραμε να φτάσουμε ως εκεί. Έχει βέβαια χαθεί πια, αφότου άνοιξαν τόσοι δρόμοι που παλιότερα δεν υπήρχαν.
Δούλευε από μικρό παιδί λοιπόν, και δούλευε εργάτης, είχε σύνταξη του ΙΚΑ, ένα είδος προνομίου για το χωριό όπου οι περισσότεροι έχουν σύνταξη του ΟΓΑ. Μετά το σανατόριο δούλεψε στα ψυγεία των μήλων, έφαγα τα πόδια μου στο παγωμένο νερό, έλεγε. Όταν τον γνωρίσαμε είχε πάρει σύνταξη, αλλά δεν σταματούσε να δουλεύει. Ξυπνούσε χαράματα και περιποιούνταν τον κήπο από όπου προμηθευόταν το ζεύγος όλα τα λαχανικά του, και τα φρούτα του. Επιπλέον είχαν κοτέτσι για τα αυγά τους και τα κοτόπουλα τους.
Κάθε μεσημέρι, πριν τη μια η ώρα, ετοίμαζε η γυναίκα του η Βασιλική το τραπέζι με όλα τα απαραίτητα, τραπεζομάντιλο, μαχαιροπήρουνα, τα πάντα. Κάθε μεσημέρι τρώγανε μαζί και κάθε βράδυ κάθονταν οι δυο τους να δούνε τηλεόραση. Δεν του άρεσε του Τάκη να πηγαίνει στο καφενείο με τους άλλους άντρες του χωριού, προτιμούσε να μένει στο σπίτι. Ελάχιστες φορές τον είχαν πετύχει στην πλατεία, και τα τελευταία χρόνια τον παρακαλούσα καμιά φορά να έρθει μαζί με τη Βασιλική να καθίσουμε, αλλά δεν ήθελε.
Για χρόνια περίμενα να εμφανιστούν φοιτητές Φιλολογίας, Γλωσσολογίας, ερευνητές, ήμουν σίγουρη ότι θα έρχονταν κάποια στιγμή, αφού εγώ δεν κατάφερνα να καταγράψω το λόγο του, γιατί όποτε έβλεπε μαγνητόφωνο έχανε τον οίστρο. Κι έτσι, χωρίς μαγνητόφωνο έμειναν οι περιγραφές για τις δουλειές που έκανε στα νιάτα του (ανέβαινα στην καστανιά και γκρέμιζα τα κάστανα), για τη συμφορά στο χωριό, όταν εκτέλεσαν οι Γερμανοί 120 άντρες (ήμαν τότε μικρός εγώ…) για το σεισμό του 55 και πώς γκρέμισαν το αρχοντικό στο οικόπεδο που χτίσαμε εμείς χρόνια αργότερα ένα σπιτάκι (σάρισαν το σπίτι δεμένο με κάτι συρματόσκοινα χοντρά, να σαν το μπράτσο μου!) κι ένα σωρό ακόμα ιστορίες που τις έλεγε με κείνη την υπέροχη θεσσαλική ντοπιολιαλιά και γνήσιο αφηγητικό ταλέντο. Ένας θησαυρός ήταν αυτός ο άνθρωπος, αλλά δεν τον ανακάλυψαν τελικά οι φοιτητές Φιλολογίας, Γλωσσολογίας, Ιστορίας, μόνο μια συνέντευξη για το Σανατόριο του πήραν κάποτε, σε έρευνα για τον συντοπίτη γιατρό Καραμάνη. Κρίμα, πολύ κρίμα.
Βάζω λίγες φωτογραφίες από όσες έχω, τόσα χρόνια στη Δράκεια έβγαλα βέβαια πολλές. Τα απογεύματα που κάθονταν με τη μαμά και τη θεία μου στην αυλή και κουβέντιαζαν, αυτή τη γαλήνη που νόμιζες ότι εξασφάλιζε διάρκεια αιώνια. Δεν τις βρήκα, έχω αυτήν εδώ με τη ρίγανη, που είχα γράψει κάτι τότε και στην εφημερίδα, την άλλη στην αυλή και μια από τις χειμωνιάτικες εκδρομές μας που πηγαίναμε μεγάλη παρέα στη Δράκεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου