Ένα παράξενο πουλί επισκέπτεται τα βράχια της Λαυρεωτικής και θαρρετά τσαλαβουτά στα ρηχά, ανάμεσα στους παραθεριστές. Μοιάζει με γλάρο αλλά δεν είναι, κάνει κάποιες κομψές, εξωτικές κινήσεις., έχει πολύ μυτερό ράμφος. Σε λίγο, όταν πετά μακριά, παίρνει σχήμα εντελώς πρωτόγνωρο για πουλί της περιοχής.
-Κοιτάξτε, κορμοράνος, φωνάζει ένα πιτσιρίκι που παρατάει τη μπάλα του και τρέχει μάταια να το κυνηγήσει, ενώ γελάνε γύρω του οι φίλοι και οι συγγενείς. Άκου κορμοράνος! Πολλά οικολογικά αναγνώσματα καταναλώνει το μικρό. Ύστερα για λίγο τα μάτια όλων στενεύουν με φευγαλέα μελαγχολία καθώς ατενίζουν τον ορίζοντα όπου χάθηκε κιόλας το θαλασσοπούλι.
Ίσως να νιώθουν ήδη και αυτοί περαστικοί από αυτά τα βράχια. Περνάνε οι ήμέρες των διακοπών, τελειώνουν πια, μετριούνται στα δάχτυλα μια μια κι όσο κι αν τη συνήθισαν τη μικρή παραλία, το ωραίο γαλάζιο, το δροσερό νερό, όση ευτυχία κι αν βρήκαν πλατσουρίζοντας και χαλώντας τον κόσμο με τα παιδιά τους, θα την αφήσουν σε λίγο. Ξένοι στο τοπίο, ακόμα και αν είναι ιδιοκτήτες εξοχικής κατοικίας. Πίσω τους κρέμεται στο βράχο ένα στριμωγμένο αντίγραφο της Μυκόνου. Δίπλα του ακριβώς έχει υψωθεί περήφανο το κόκκινο μεξικάνικο αρχοντικό των πιο λάτιν ονείρων. Μεσολαβεί άχτιστο οικόπεδο τεσσάρων στρεμάτων, (άρτιο) και ακολουθεί ρωμαϊκή αποικία πάνω στο κύμα με ελληνικές επιρροές και βυζαντινές πινελιές. Τόσα έθνη τέλος πάντων άφησαν το ίχνος τους στο απόκρημνο ακρωτήρι, χωρίς να το υποπτεύονται μάλιστα. Τόσα στυλ αρχιτεκτονικά στριμωγμένα στις μικρές απαιτήσεις τους, αποφασισμένα να συνυπάρξουν. Γιατί δεν θα μπορούσε να το επισκεφτεί κι ένας κορμοράνος;